Ανταποκρίθηκε στον λόγο της ο Δίας, θεός που συμμαζεύει τις νεφέλες:
«Καλή μου κόρη, τι ρωτάς και τι λογής απάντηση γυρεύεις;
Εσύ δεν είσαι που αποφάσισες με το μυαλό σου αυτή τη λύση,
480να πάρει ο Οδυσσέας εκδίκηση, γυρίζοντας πίσω στον τόπο του;
Κάνε λοιπόν καταπώς θες, κι εγώ θα πω το τι ταιριάζει·
αφού ο θείος Οδυσσέας τιμώρησε τους άνομους μνηστήρες,
τώρα να δώσουν όρκους μεταξύ τους, να μείνει αυτός για πάντα βασιλιάς.
Εμείς για τα παιδιά τους και τα σκοτωμένα αδέλφια τους
προτείνουμε τη λήθη· όπως και πριν, έτσι και πάλι
να φιλιώσουν μεταξύ τους, ας γίνει ειρήνη, με περίσσια πλούτη.»
Έτσι ο θεός παρότρυνε την Αθηνά σ᾽ αυτό που εκείνη επιθυμούσε·
χύθηκε τότε κατεβαίνοντας από του Ολύμπου τις κορφές.
Είχαν οι άλλοι πια χορτάσει τον πόθο τους με το γλυκό ψωμί,
490οπότε πρόσταξε βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος:
«Κάποιος έξω να βγει· να δει αν έρχονται, μήπως και φτάνουν.»
Την προσταγή του ακούγοντας, τρέχοντας βγήκε του Δολίου ο γιος,
στάθηκε στο κατώφλι, τους είδε να σιμώνουν, κι αμέσως γύρισε
στον Οδυσσέα μιλώντας με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Είναι κοντά μας, φτάνουν. Στα γρήγορα κι εμείς ν᾽ αρματωθούμε.»
Ακούγοντας τα λόγια του, πάνω πετάχτηκαν και φόρεσαν καθένας
την αρματωσιά του, τριγύρισαν τον Οδυσσέα τέσσερις, έξι συμπαραστάθηκαν
γιοι του Δολίου. Φόρεσαν όμως όπλα κι άλλοι δυο,
κι ας είχαν πια ψαρά μαλλιά, Δολίος και Λαέρτης,
πολεμιστές κι αυτοί σε ώρα ανάγκης.
500Ντυμένοι όλοι στον λαμπρό χαλκό, οι πόρτες άνοιξαν, προχώρησαν,
ο Οδυσσέας πρώτος.
Την ίδια ώρα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα, βρέθηκε πλάι τους,
με τη μορφή του Μέντορα, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
Την πήρε είδηση βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
και γύρισε μιλώντας στον Τηλέμαχο, τον ακριβό του γιο:
«Τηλέμαχε, έφτασε τώρα η ώρα ορμητικά να μπεις κι εσύ στη μάχη
αντρών που πολεμούν, όπου και ξεχωρίζουν οι γενναίοι. Κοίταξε όμως
μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου· από καιρό είμαστε φημισμένοι
σ᾽ όλη την οικουμένη για την αντρεία και το θάρρος μας.»
510Ανταποκρίθηκε ο Τηλέμαχος, φρόνιμο κι έξυπνο μυαλό:
«Πατέρα μου, θα δεις και μόνος σου, φτάνει να το θελήσεις, πως πάνω
στην ορμή μου δεν θα ντροπιάσω τη γενιά σου εγώ,
όπως το λες και το παινεύεσαι.»
Ακούγοντας τα λόγια του, ένιωσε μέσα του χαρά ο Λαέρτης κι ομολόγησε:
«Τι μέρα αυτή, αθάνατοι θεοί, για μένα! Χαρά με πλημμυρίζει·
γιος κι εγγονός για την παλληκαριά τους συνερίζονται.»
Τότε στο πλάι του, τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά, στάθηκε λέγοντας:
«Του Αρκεισίου γιε, ο πιο αγαπητός απ᾽ όλους τους συντρόφους μου,
ευχήσου πρώτα στη γλαυκόματη κόρη του Δία, μετά κραδαίνοντας ρίξε
με φόρα το μακρόσκιο δόρυ σου.»
520Μ᾽ αυτά τα λόγια η Παλλάδα Αθηνά μέσα του φύσηξε
μεγάλη δύναμη, κι αυτός πρώτα στη θυγατέρα του μεγαλοδύναμου θεού
ευχήθηκε, μετά στο χέρι πάλλοντας μακρόσκιο δόρυ το ρίχνει πάνω
στον Ευπείθη· βρήκε το κράνος του, με τα χαλκά του μάγουλα,
στο χτύπημα δεν άντεξε και πέρασε ο χαλκός μέσα για μέσα.
Με πάταγο σωριάστηκε ο Ευπείθης, βρόντηξαν από πάνω του και τ᾽ άρματα.
Την ίδια ώρα ο Οδυσσέας κι ο λαμπρός του γιος ορμούν με τους προμάχους,
χτυπούν σπαθιά, πέφτουν αμφίκυρτα στη μύτη τους κοντάρια.
Όλους θα τους αφάνιζαν, θα γύριζαν τον νόστο ανόστιμο,
αν τη στιγμή εκείνη η Αθηνά, η θυγατέρα του αιγίοχου Δία, δεν έβγαζε
530φωνή μεγάλη, που άφησε σύξυλους τους δυο στρατούς:
«Τον άγριο πόλεμό σας, Ιθακήσιοι, πάψτε, καιρός με δίχως αίματα,
φίλοι να χωριστείτε.»
Αυτά φωνάζει η Αθηνά, κι εκείνοι, πράσινοι από τρόμο,
μες στον μεγάλο φόβο τους τους φεύγουν τα όπλα από το χέρι,
όλα στο χώμα πέφτουν, ενώ η φωνή της Αθηνάς αντιφωνούσε.
Σκορπίστηκαν τότε μεμιάς, τρέχοντας προς την πόλη γύρευαν να σωθούν.
Ο Οδυσσέας όμως, πολύπαθος και θείος, χύμηξε πίσω τους
με φοβερή κραυγή, σαν αετός από ψηλά πετώντας.
Μα τώρα αφήνει ο γιος του Κρόνου κεραυνό πυρφόρο, κι έπεσε αυτός
540μπροστά στης Αθηνάς τα πόδια, γλαυκόματης θεάς πανίσχυρου πατέρα.
Τα μάτια λάμποντας, η Αθηνά στον Οδυσσέα γύρισε μιλώντας:
«Γιε του Λαέρτη, του Διός βλαστέ, πανούργε Οδυσσέα,
κράτα τη μάνητά σου πια του φοβερού πολέμου, μήπως
του Κρόνου ο γιος, ο Δίας βροντόφωνος, εξοργιστεί μαζί σου.»
Έτσι του μίλησε η θεά, κι εκείνος άκουσε τον λόγο της κι αλάφρωσε
από χαρά η καρδιά του. Τότε η Παλλάδα Αθηνά, η θυγατέρα
του αιγίοχου Δία, βάζει τους δυο στρατούς να κάνουν
όρκους συμφιλίωσης, και για το μέλλον —
με τη μορφή του Μέντορα κυκλοφορούσε, ίδια στην όψη, ίδια στη φωνή.
|