[7.178.1] Κι ενώ οι Έλληνες έσπευδαν βιαστικά προς τις δυο διαφορετικές κατευθύνσεις, τον ίδιο καιρό οι Δελφοί ζητούσαν χρησμό από τον θεό, κυριευμένοι από φόβο για τον εαυτό τους και την Ελλάδα, και τους δόθηκε χρησμός να προσευχηθούν στους ανέμους· γιατί αυτοί θ᾽ αναδειχτούν μεγάλοι σύμμαχοι της Ελλάδας. [7.178.2] Και μόλις πήραν το χρησμό οι Δελφοί, πρώτα πρώτα ανακοίνωσαν τον χρησμό που πήραν σ᾽ εκείνους από τους Έλληνες που θέλησαν να μείνουν ελεύθεροι, κι εξασφάλισαν την αιώνια ευγνωμοσύνη τους, στέλνοντάς τους το μήνυμα την ώρα που τους κατείχε μεγάλος φόβος από τον βάρβαρο· κι αργότερα οι Δελφοί αφιέρωσαν βωμό για τους ανέμους στη Θυία, εκεί όπου βρίσκεται το τέμενος της θυγατέρας του Κηφισού, της Θυίας, κι απ᾽ αυτήν πήρε τ᾽ όνομά του ο τόπος, και τους λάτρευαν προσφέροντας θυσίες. Οι Δελφοί λοιπόν ακολουθώντας τον χρησμό ακόμα και σήμερα προσφέρουν εξιλαστήριες θυσίες στους ανέμους. [7.179.1] Κι από το στόλο του Ξέρξη, καθώς άνοιξε πανιά από την πόλη Θέρμη, αποσπάστηκαν δέκα καράβια, τα πιο γοργοτάξιδα, κι έβαλαν πλώρη κατευθείαν για τα νερά της Σκιάθου, όπου βρισκόταν η προφυλακή του ελληνικού στόλου, τρία καράβια: ένα της Τροιζήνας, ένα της Αίγινας κι ένα από την Αττική. Κι αυτοί, καθώς είδαν από μακριά τα καράβια των βαρβάρων, πήραν να φεύγουν βιαστικά. [7.180.1] Λοιπόν, το καράβι της Τροιζήνας που κυβερνούσε ο Πραξίνος, καταδιώκοντάς το τό αιχμαλώτισαν αμέσως οι βάρβαροι· κατόπι πήραν τον πιο όμορφο επιβάτη του, τον οδήγησαν στην πλώρη του καραβιού και τον έσφαξαν, πιστεύοντας πως είναι αίσιος οιωνός ο πρώτος που αιχμαλώτισαν από τους Έλληνες να ᾽ναι κι ο ομορφότερος. Τ᾽ όνομα αυτού που έσφαξαν ήταν Λέων· μπορεί και τ᾽ όνομά του αυτό να ᾽χε να κάνει κάτι με το κακό που τον βρήκε. [7.181.1] Με το καράβι της Αίγινας όμως, που τριήραρχός του ήταν ο Ασωνίδης, δυσκολεύτηκαν αρκετά από τον οπλίτη Πυθέα, το γιο του Ισχενόου, που εκείνη τη μέρα έδειξε μοναδική παλικαριά· αυτός, την ώρα που οι εχθροί κυρίευαν το καράβι, πολεμούσε με πείσμα, ώσπου κατακρεουργήθηκε όλο το σώμα του. [7.181.2] Κι έτσι που έπεσε και δεν πέθανε, αλλά ανάσαινε ακόμα, οι Πέρσες που ήταν απάνω σ᾽ εκείνα τα καράβια θεώρησαν πρωταρχικό τους καθήκον να τον κρατήσουν στη ζωή, πασχίζοντας να γιατρέψουν τις πληγές του με σμύρνα και τυλίγοντάς τες με λωρίδες από ύφασμα κίτρινου λιναριού· [7.181.3] και, μόλις γύρισαν στο στρατόπεδό τους, τον πήραν και τον έδειχναν γεμάτοι θαυμασμό σ᾽ όλο το στράτευμα και του πρόσφεραν κάθε περιποίηση· τους άλλους όμως που αιχμαλώτισαν στο καράβι εκείνο τους μεταχειρίζονταν σαν ανδράποδα. [7.182.1] Λοιπόν τα δυο απ᾽ τα καράβια αυτά έπεσαν μ᾽ αυτό τον τρόπο στα χέρια των εχθρών· το τρίτο όμως, που τριήραρχός του ήταν ο Φόρμος ο Αθηναίος, στη φυγή του εξόκειλε στις εκβολές του Πηνειού· και οι βάρβαροι κυρίεψαν το σκάφος, όχι όμως το πλήρωμά του. Γιατί οι Αθηναίοι, μόλις έριξαν το καράβι στη στεριά, πήδησαν έξω κι ύστερ᾽ από πορεία μέσ᾽ από τη Θεσσαλία γύρισαν στην Αθήνα. [7.183.1] Οι Έλληνες που ναυλοχούσαν στο Αρτεμίσιο τα πληροφορήθηκαν αυτά με σινιάλα που τους έστειλαν με πυρσούς από τη Σκιάθο. Οι πληροφορίες αυτές τους προκάλεσαν πανικό, κι αφήνοντας το Αρτεμίσιο πήγαν κι αγκυροβόλησαν στη Χαλκίδα, για να φρουρήσουν τον πορθμό του Ευρίπου, αφήνοντας πίσω τους σκοπούς στις πιο ψηλές κορφές της Εύβοιας. [7.183.2] Και τρία απ᾽ τα δέκα καράβια των βαρβάρων προχώρησαν ώς το σκόπελο που βρίσκεται ανάμεσα στη Σκιάθο και τη Μαγνησία και λέγεται Μύρμηκας. Τότε οι βάρβαροι, αφού κουβάλησαν κι έστησαν πάνω στον σκόπελο μια πέτρινη στήλη —κι έτσι έλειψε το εμπόδιο από μπροστά τους—, όλος τους ο στόλος άνοιξε πανιά από τη Θέρμη κι αρμένιζε, αφού είχαν αφήσει να περάσουν έντεκα μέρες από την αναχώρηση του βασιλιά από τη Θέρμη. [7.183.3] Κι ήταν ο Πάμμων από τη Σκύρο που τους έδειξε το σκόπελο που βρίσκεται στο πιο στενό σημείο του πορθμού. Οι βάρβαροι λοιπόν αρμενίζοντας ολημερίς πιάνουν στεριά στη Σηπιάδα της Μαγνησίας και στο γιαλό που βρίσκεται ανάμεσα στην πόλη Κασθαναία και το ακρωτήριο Σηπιάδα. |