Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ἱστορίαι (7.168.1-7.171.2)
[7.168.1] Κερκυραῖοι δὲ τάδε ὑποκρινάμενοι τοῖσι ἀγγέλοισι τοιάδε ἐποίησαν· καὶ γὰρ τούτους παρελάμβανον οἱ αὐτοὶ οἵ περ ἐς Σικελίην ἀπίκατο, λέγοντες τοὺς αὐτοὺς λόγους τοὺς καὶ πρὸς Γέλωνα ἔλεγον. οἱ δὲ παραυτίκα μὲν ὑπίσχοντο πέμψειν τε καὶ ἀμυνέειν, φράζοντες ὡς οὔ σφι περιοπτέη ἐστὶ ἡ Ἑλλὰς ἀπολλυμένη· ἢν γὰρ σφαλῇ, σφεῖς γε οὐδὲν ἄλλο ἢ δουλεύσουσι τῇ πρώτῃ τῶν ἡμερέων· ἀλλὰ τιμωρητέον εἴη ἐς τὸ δυνατώτατον. [7.168.2] ὑπεκρίναντο μὲν οὕτω εὐπρόσωπα· ἐπεὶ δὲ ἔδεε βοηθέειν, ἄλλα νοεῦντες ἐπλήρωσαν νέας ἑξήκοντα, μόγις δὲ ἀναχθέντες προσέμειξαν τῇ Πελοποννήσῳ, καὶ περὶ Πύλον καὶ Ταίναρον γῆς τῆς Λακεδαιμονίων ἀνεκώχευον τὰς νέας, καραδοκέοντες καὶ οὗτοι τὸν πόλεμον τῇ πεσέεται, ἀελπτέοντες μὲν τοὺς Ἕλληνας ὑπερβαλέεσθαι, δοκέοντες δὲ τὸν Πέρσην κατακρατήσαντα πολλὸν ἄρξειν πάσης τῆς Ἑλλάδος. [7.168.3] ἐποίευν ὦν ἐπίτηδες, ἵνα ἔχωσι πρὸς τὸν Πέρσην λέγειν τοιάδε· Ὦ βασιλεῦ, ἡμεῖς παραλαμβανόντων τῶν Ἑλλήνων ἡμέας ἐς τὸν πόλεμον τοῦτον, ἔχοντες δύναμιν οὐκ ἐλαχίστην οὐδὲ νέας ἐλαχίστας παρασχόντες ἂν ἀλλὰ πλείστας μετά γε Ἀθηναίους, οὐκ ἠθελήσαμέν τοι ἀντιοῦσθαι οὐδέ τι ἀποθύμιον ποιῆσαι. τοιαῦτα λέγοντες ἤλπιζον πλέον τι τῶν ἄλλων οἴσεσθαι· τά περ ἂν καὶ ἐγένετο, ὡς ἐμοὶ δοκέει. [7.168.4] πρὸς δὲ τοὺς Ἕλληνάς σφι σκῆψις ἐπεποίητο, τῇ περ δὴ καὶ ἐχρήσαντο· αἰτιωμένων γὰρ τῶν Ἑλλήνων ὅτι οὐκ ἐβοήθεον, ἔφασαν πληρῶσαι μὲν ἑξήκοντα τριήρεας, ὑπὸ δὲ ἐτησιέων ἀνέμων ὑπερβαλεῖν Μαλέην οὐκ οἷοί τε γενέσθαι· οὕτω οὐκ ἀπικέσθαι ἐς Σαλαμῖνα καὶ οὐδεμιῇ κακότητι λειφθῆναι τῆς ναυμαχίης. οὗτοι μὲν οὕτω διεκρούσαντο τοὺς Ἕλληνας. |
[7.168.1] Οι Κερκυραίοι πάλι άλλη απάντηση έδωσαν στους απεσταλμένους κι άλλα έπραξαν· δηλαδή, οι ίδιοι απεσταλμένοι που είχαν πάει στη Σικελία προσπαθούσαν να φέρουν στη συμμαχία κι αυτούς, λέγοντας τα ίδια επιχειρήματα που έλεγαν και στον Γέλωνα. Κι εκείνη τη στιγμή υπόσχονταν να στείλουν βοήθεια και ν᾽ αγωνιστούν, λέγοντας πως δεν μπορούν να μένουν αδιάφοροι την ώρα που χάνεται η Ελλάδα· γιατί αν πέσει, στους ίδιους δε μένει παρά η σκλαβιά από την άλλη κιόλας μέρα· λοιπόν καθήκον τους είναι να βοηθήσουν μ᾽ όλες τους τις δυνάμεις. [7.168.2] Λοιπόν, τόσο ωραία θωριά είχαν τα λόγια τους· όταν όμως ήρθε η ώρα να βοηθήσουν, βάζοντας άλλα στο νου τους αρμάτωσαν εξήντα καράβια κι ανοίχτηκαν στο πέλαγος· και μόλις έπιασαν στεριά στην Πελοπόννησο, κρατούσαν τα καράβια στις άγκυρες στις ακτές της Πύλου και του Ταινάρου της Λακωνίας, καιροσκοπώντας κι αυτοί ποιά θα είναι η έκβαση του πολέμου, μη προσδοκώντας να βγουν νικητές οι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως ο Πέρσης θα πάρει μεγάλη νίκη και θα εξουσιάσει ολόκληρη την Ελλάδα. [7.168.3] Επίτηδες λοιπόν ενεργούσαν έτσι, για να έχουν να λένε στον Πέρση τα εξής: «Βασιλιά μου, εμείς, ενώ οι Έλληνες πάσχιζαν να μας βάλουν στη συμμαχία τους σ᾽ αυτό τον πόλεμο κι η δύναμή μας ήταν από τις πιο μεγάλες και διαθέταμε όχι τα λιγότερα, αλλά τα περισσότερα (ύστερα βέβαια από τους Αθηναίους) καράβια, δε δεχτήκαμε να εναντιωθούμε σε σένα κι ούτε κάναμε κάτι που θα σε δυσαρεστούσε». Έλπιζαν με τέτοια λόγια να πετύχουν κάπως καλύτερη μεταχείριση από τους άλλους — πράγμα που θα γινόταν, κατά τη γνώμη μου. [7.168.4] Κι από την άλλη μεριά, για τους Έλληνες επινόησαν μια δικαιολογία την οποία και χρησιμοποίησαν· δηλαδή, στις κατηγορίες των Ελλήνων πως δεν πήγαν να βοηθήσουν, απάντησαν ότι αρμάτωσαν εξήντα καράβια, αλλά τα μελτέμια έκαναν αδύνατο το πέρασμα του Μαλέα, και πως αυτός ήταν ο λόγος που έμειναν πίσω· όχι, δεν απουσίασαν απ᾽ τη ναυμαχία της Σαλαμίνας επειδή δείλιασαν κάπως. Μ᾽ αυτό τον τρόπο λοιπόν ξεγέλασαν τους Έλληνες κι απαλλάχτηκαν. |