Έφτασε εκεί κι ο γιος του, που με τον θείο Οδυσσέα έσμιξε,
γυρίζοντας από τις αμμουδιές της Πύλου πάνω στο μελανό καράβι του.
Κι αφού οι δυο τους μηχανεύτηκαν για τους μνηστήρες άγριο χαλασμό,
προχώρησαν στην ξακουσμένη πόλη μας — ο Οδυσσέας
δεύτερος, μπροστά ο Τηλέμαχος ανοίγοντας τον δρόμο.
Αυτόν τον έφερε ο χοιροβοσκός, φτωχό ζητιάνο κουρελή, γέρο
μ᾽ ένα ραβδί στο χέρι, ζωσμένο με πανάθλια ρούχα.
Κανείς μας δεν τον αναγνώρισε, δεν μπόρεσε να καταλάβει
ποιος ήταν, έτσι που φάνηκε μπροστά μας ξαφνικά,
160μήτε κι οι πιο μεγάλοι ανάμεσά μας.
Τον βρίζαμε λοιπόν με λόγια αισχρά, βάναυσα τον χτυπούσαμε,
εκείνος όμως στην αρχή δεν αντιδρούσε· μέσα στο ίδιο του το σπίτι
δεχόταν με υπομονή και τις βρισιές και τα χτυπήματα.
Αλλ᾽ όταν πια τον στήριξε με τη βουλή του ο αιγίοχος Δίας,
τότε, μαζί με τον Τηλέμαχο, ξεσήκωσε τα ωραία όπλα, τ᾽ ασφάλισε
στην πίσω κάμαρη, τραβώντας την αμπάρα της.
Συνάμα, και με πονηριά, παρακινεί την Πηνελόπη να στήσει
στους μνηστήρες το τόξο εκείνο, με τα σκουρόχρωμα μαζί πελέκια,
αγώνισμα για μας τους δύσμοιρους, αρχή του φόνου μας.
170Κανείς μας όμως δεν κατόρθωσε σε τούτο το γερό δοξάρι να τεντώσει
τη νευρή του — μας έλειψε μια τέτοια δύναμη.
Όταν ωστόσο πήγε να περάσει στα χέρια του Οδυσσέα το τόξο,
βάλαμε όλοι τις φωνές, να μη δοθεί σ᾽ αυτόν, όσα κι αν έλεγε
αγορεύοντας. Αλλά ο Τηλέμαχος είπε το ναι και τον παρακινούσε,
οπότε αυτός, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, δέχτηκε το τόξο,
εύκολα τη χορδή του τάνυσε, το βέλος στα πελέκια πέρασε,
και στο κατώφλι πια στημένος πήρε να ρίχνει
απανωτές τις γρήγορες σαΐτες, ψάχνοντας γύρω του μ᾽ αγριεμένο μάτι.
Πρώτον τοξεύει το ρηγάρχη Αντίνοο, ύστερα σημαδεύοντας στρέφει
180τα πολυστέναχτά του βέλη και στους άλλους, οπότε εκείνοι
έπεφταν νεκροί σωρός.
Ήτανε πια ολοφάνερο πως τους παράστεκε κάποιος θεός, κι αυτοί
χυμούν μ᾽ άγριο μένος στο παλάτι και πήραν ένα γύρο
να σκοτώνουν· βόγγος βαρύς, πανάσχημος σηκώθηκε
από κεφάλια που χτυπούσαν χάμω, το πάτωμα όλο άχνιζε στο αίμα.
Έτσι, Αγαμέμνονα, εμείς χαθήκαμε, και τώρα ακόμη τα νεκρά μας σώματα
κείτονται αφρόντιστα μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι.
Γιατί οι δικοί μας δεν το πήραν είδηση, καθένας στο δικό του σπιτικό,
να ᾽ρθουν για να ξεπλύνουν τις πληγές μας από το μαύρο λύθρο,
να μας πλαγιάσουν και να μας θρηνήσουν — άλλη τιμή, το ξέρεις,
190δεν απομένει στους νεκρούς.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή αναφωνώντας:
«Καλότυχε γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτεχνε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν᾽ αποκτήσεις μ᾽ αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόπη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι᾽ αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα·
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
200μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα.
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.»
|