Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (24.151-24.202)


ἔνθ᾽ ἦλθεν φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος ἰὼν σὺν νηῒ μελαίνῃ·
τὼ δὲ μνηστῆρσιν θάνατον κακὸν ἀρτύναντε
ἵκοντο προτὶ ἄστυ περικλυτόν, ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
155 ὕστερος, αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾽ ἡγεμόνευε.
τὸν δὲ συβώτης ἦγε κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα,
πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι
σκηπτόμενον· τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροῒ εἵματα ἕστο·
οὐδέ τις ἡμείων δύνατο γνῶναι τὸν ἐόντα
160 ἐξαπίνης προφανέντ᾽, οὐδ᾽ οἳ προγενέστεροι ἦσαν,
ἀλλ᾽ ἔπεσίν τε κακοῖσιν ἐνίσσομεν ἠδὲ βολῇσιν.
αὐτὰρ ὁ τῆος ἐτόλμα ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσι
βαλλόμενος καὶ ἐνισσόμενος τετληότι θυμῷ·
ἀλλ᾽ ὅτε δή μιν ἔγειρε Διὸς νόος αἰγιόχοιο,
165 σὺν μὲν Τηλεμάχῳ περικαλλέα τεύχε᾽ ἀείρας
ἐς θάλαμον κατέθηκε καὶ ἐκλήϊσεν ὀχῆας,
αὐτὰρ ὁ ἣν ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγε
τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον,
ἡμῖν αἰνομόροισιν ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.
170 οὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο
νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ᾽ ἐπιδευέες ἦμεν.
ἀλλ᾽ ὅτε χεῖρας ἵκανεν Ὀδυσσῆος μέγα τόξον,
ἔνθ᾽ ἡμεῖς μὲν πάντες ὁμοκλέομεν ἐπέεσσι
τόξον μὴ δόμεναι, μηδ᾽ εἰ μάλα πόλλ᾽ ἀγορεύοι,
175 Τηλέμαχος δέ μιν οἶος ἐποτρύνων ἐκέλευσεν.
αὐτὰρ ὁ δέξατο χειρὶ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
ῥηϊδίως δ᾽ ἐτάνυσσε βιόν, διὰ δ᾽ ἧκε σιδήρου,
στῆ δ᾽ ἄρ᾽ ἐπ᾽ οὐδὸν ἰών, ταχέας δ᾽ ἐκχεύατ᾽ ὀϊστοὺς
δεινὸν παπταίνων, βάλε δ᾽ Ἀντίνοον βασιλῆα.
180 αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἄλλοις ἐφίει βέλεα στονόεντα,
ἄντα τιτυσκόμενος· τοὶ δ᾽ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.
γνωτὸν δ᾽ ἦν ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν·
αὐτίκα γὰρ κατὰ δώματ᾽ ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ
κτεῖνον ἐπιστροφάδην, τῶν δὲ στόνος ὄρνυτ᾽ ἀεικὴς
185 κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾽ ἅπαν αἵματι θῦεν.
ὣς ἡμεῖς, Ἀγάμεμνον, ἀπωλόμεθ᾽, ὧν ἔτι καὶ νῦν
σώματ᾽ ἀκηδέα κεῖται ἐνὶ μεγάροις Ὀδυσῆος·
οὐ γάρ πω ἴσασι φίλοι κατὰ δώμαθ᾽ ἑκάστου,
οἵ κ᾽ ἀπονίψαντες μέλανα βρότον ἐξ ὠτειλέων
190 κατθέμενοι γοάοιεν· ὃ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.»
Τὸν δ᾽ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεΐδαο·
«ὄλβιε Λαέρταο πάϊ, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
ἦ ἄρα σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ ἐκτήσω ἄκοιτιν·
ὡς ἀγαθαὶ φρένες ἦσαν ἀμύμονι Πηνελοπείῃ,
195 κούρῃ Ἰκαρίου· ὡς εὖ μέμνητ᾽ Ὀδυσῆος,
ἀνδρὸς κουριδίου. τῷ οἱ κλέος οὔ ποτ᾽ ὀλεῖται
ἧς ἀρετῆς, τεύξουσι δ᾽ ἐπιχθονίοισιν ἀοιδὴν
ἀθάνατοι χαρίεσσαν ἐχέφρονι Πηνελοπείῃ,
οὐχ ὡς Τυνδαρέου κούρη κακὰ μήσατο ἔργα,
200 κουρίδιον κτείνασα πόσιν, στυγερὴ δέ τ᾽ ἀοιδὴ
ἔσσετ᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπους, χαλεπὴν δέ τε φῆμιν ὀπάσσει
θηλυτέρῃσι γυναιξί, καὶ ἥ κ᾽ εὐεργὸς ἔῃσιν.»


Έφτασε εκεί κι ο γιος του, που με τον θείο Οδυσσέα έσμιξε,
γυρίζοντας από τις αμμουδιές της Πύλου πάνω στο μελανό καράβι του.
Κι αφού οι δυο τους μηχανεύτηκαν για τους μνηστήρες άγριο χαλασμό,
προχώρησαν στην ξακουσμένη πόλη μας — ο Οδυσσέας
δεύτερος, μπροστά ο Τηλέμαχος ανοίγοντας τον δρόμο.
Αυτόν τον έφερε ο χοιροβοσκός, φτωχό ζητιάνο κουρελή, γέρο
μ᾽ ένα ραβδί στο χέρι, ζωσμένο με πανάθλια ρούχα.
Κανείς μας δεν τον αναγνώρισε, δεν μπόρεσε να καταλάβει
ποιος ήταν, έτσι που φάνηκε μπροστά μας ξαφνικά,
160μήτε κι οι πιο μεγάλοι ανάμεσά μας.
Τον βρίζαμε λοιπόν με λόγια αισχρά, βάναυσα τον χτυπούσαμε,
εκείνος όμως στην αρχή δεν αντιδρούσε· μέσα στο ίδιο του το σπίτι
δεχόταν με υπομονή και τις βρισιές και τα χτυπήματα.
Αλλ᾽ όταν πια τον στήριξε με τη βουλή του ο αιγίοχος Δίας,
τότε, μαζί με τον Τηλέμαχο, ξεσήκωσε τα ωραία όπλα, τ᾽ ασφάλισε
στην πίσω κάμαρη, τραβώντας την αμπάρα της.
Συνάμα, και με πονηριά, παρακινεί την Πηνελόπη να στήσει
στους μνηστήρες το τόξο εκείνο, με τα σκουρόχρωμα μαζί πελέκια,
αγώνισμα για μας τους δύσμοιρους, αρχή του φόνου μας.
170Κανείς μας όμως δεν κατόρθωσε σε τούτο το γερό δοξάρι να τεντώσει
τη νευρή του — μας έλειψε μια τέτοια δύναμη.
Όταν ωστόσο πήγε να περάσει στα χέρια του Οδυσσέα το τόξο,
βάλαμε όλοι τις φωνές, να μη δοθεί σ᾽ αυτόν, όσα κι αν έλεγε
αγορεύοντας. Αλλά ο Τηλέμαχος είπε το ναι και τον παρακινούσε,
οπότε αυτός, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος, δέχτηκε το τόξο,
εύκολα τη χορδή του τάνυσε, το βέλος στα πελέκια πέρασε,
και στο κατώφλι πια στημένος πήρε να ρίχνει
απανωτές τις γρήγορες σαΐτες, ψάχνοντας γύρω του μ᾽ αγριεμένο μάτι.
Πρώτον τοξεύει το ρηγάρχη Αντίνοο, ύστερα σημαδεύοντας στρέφει
180τα πολυστέναχτά του βέλη και στους άλλους, οπότε εκείνοι
έπεφταν νεκροί σωρός.
Ήτανε πια ολοφάνερο πως τους παράστεκε κάποιος θεός, κι αυτοί
χυμούν μ᾽ άγριο μένος στο παλάτι και πήραν ένα γύρο
να σκοτώνουν· βόγγος βαρύς, πανάσχημος σηκώθηκε
από κεφάλια που χτυπούσαν χάμω, το πάτωμα όλο άχνιζε στο αίμα.
Έτσι, Αγαμέμνονα, εμείς χαθήκαμε, και τώρα ακόμη τα νεκρά μας σώματα
κείτονται αφρόντιστα μέσα στου Οδυσσέα το σπίτι.
Γιατί οι δικοί μας δεν το πήραν είδηση, καθένας στο δικό του σπιτικό,
να ᾽ρθουν για να ξεπλύνουν τις πληγές μας από το μαύρο λύθρο,
να μας πλαγιάσουν και να μας θρηνήσουν — άλλη τιμή, το ξέρεις,
190δεν απομένει στους νεκρούς.»
Ανταποκρίθηκε του Ατρείδη η ψυχή αναφωνώντας:
«Καλότυχε γιε του Λαέρτη, Οδυσσέα πολύτεχνε,
είχες την τύχη εσύ ταίρι σου ν᾽ αποκτήσεις μ᾽ αρετή μεγάλη·
άψογη η Πηνελόπη, του Ικαρίου η κόρη, με φρόνημα αγαθό,
ποτέ τον Οδυσσέα δεν λησμόνησε, ομόκλινό της σύζυγο.
Γι᾽ αυτό και δεν θα σβήσει η ενάρετή της δόξα·
για τους θνητούς οι αθάνατοι τραγούδι ωραίο θα στήσουν,
τιμή στη μυαλωμένη Πηνελόπη.
Όχι όπως η δική μου, η κόρη του Τυνδάρεου, που έργα φριχτά
200μελέτησε, κι έσφαξε, όπως έσφαξε, τον νόμιμό της άντρα.
Αυτής της μέλλεται τραγούδι μισητό στο στόμα των ανθρώπων, που θα φορτώσει
και στο μέλλον φήμη βαριά στων γυναικών τη φύτρα,
ακόμη κι αν αποδειχτεί κάποια γυναίκα ενάρετη.»