Εκείνοι μεταξύ τους αυτά μιλούσαν κι έλεγαν, όταν κοντά τους
φτάνει ο αργοφονιάς θεός, ψυχοπομπός, που των μνηστήρων τις ψυχές
100κατέβαζε στον Άδη — αυτούς που δάμασε του Οδυσσέα το χέρι.
Οι δυο τους τότε βλέποντας, έκθαμβοι έμειναν, πήγαν
στο πλάι τους, κι αμέσως η ψυχή του Ατρείδη τον ξακουστό Αμφιμέδοντα
αναγνώρισε, του Μελανέα τον γιο, που φίλο τον λογάριαζε,
όσο εκείνος ζούσε στην Ιθάκη.
Πρόλαβε η ψυχή του Ατρείδη, που αμέσως τον προσφώνησε:
«Γιατί, Αμφιμέδοντα, τι πάθατε κι εδώ βουλιάξατε στα μαύρα έγκατα
της γης, όλοι σας διαλεχτοί και συνομήλικοι;
Δύσκολα κάποιος θα ξεχώριζε άλλους καλύτερους στη χώρα σας.
Μήπως σας ρήμαξε ο Ποσειδώνας πνίγοντας τα καράβια σας,
110σηκώνοντας φριχτήν ανεμοζάλη, κύμα θεόρατο;
ή κάπου στη στεριά άφιλοι άντρες σάς εχάλασαν,
όσο τα βόδια τους ξεκόβατε και κοπαδιαστά σφάζατε
τα πρόβατά τους τα καλά;
Τάχα σας βρήκε το κακό, όταν εσείς, κάνοντας πόλεμο,
το ξένο κάστρο διαφεντεύατε κι ωραίες γυναίκες;
Δώσε απόκριση στο ερώτημά μου — εγώ περηφανεύομαι
για τη φιλόξενη φιλία μας.
Ή μήπως δεν θυμάσαι, τότε που πάτησα στο σπίτι σου,
όταν, με τον ισόθεο Μενέλαο μαζί, τον Οδυσσέα έσπρωχνα,
στο Ίλιο να ᾽ρθει κι αυτός, πάνω σε καλοκούβερτα καράβια;
Χρειάστηκε μήνας ολόκληρος, για να περάσουμε το μέγα πέλαγος,
αφού στο μεταξύ και μετά βίας τον Οδυσσέα μεταπείσαμε,
αυτόν που εκπόρθησε μετά της Τροίας το κάστρο.»
120Ανταποκρίθηκε του Αμφιμέδοντα η ψυχή μιλώντας:
«Γιε του Ατρέα τιμημένε, μεγάλε βασιλιά Αγαμέμνονα,
όλα που είπες τα θυμάμαι, θεών κλωνάρι,
γι᾽ αυτό κι εγώ τα πάντα θα σου πω, θα ιστορήσω απαράλλαχτο
το άθλιο τέλος του θανάτου μας.
Εμείς λοιπόν γυρεύαμε γυναίκα μας να πάρουμε το ταίρι του Οδυσσέα,
που χρόνια έλειπε αυτός στα ξένα· εκείνη όμως μήτε αρνιόταν
τον γάμο που μισούσε μήτε και ήθελε να τον τελειώσει·
μέσα της μελετούσε τον θάνατό μας, το μαύρο τέλος μας.
Και να ποιον δόλο έκλωθε στον νου της:
στην πάνω κάμαρη έστησε μεγάλον αργαλειό, πήρε να υφαίνει
130λεπτό φαντό και υπέρμετρο, ενώ συγχρόνως μας εφώναξε για ν᾽ αναγγείλει:
“Νέοι κι ωραίοι μνηστήρες, αφού είναι πια νεκρός ο θείος Οδυσσέας,
κάνετε λίγη υπομονή, μόλο που τρέχετε πίσω απ᾽ τον γάμο μου,
ωσότου τούτο το πανί το αποτελειώσω, για να μην παν
χαμένες οι κλωστές μου.
Το υφαίνω σάβανο του ξακουστού Λαέρτη, την ώρα που θα πέσει μαύρη
η μοίρα του θανάτου, για να τον καταλύσει η άσπλαχνη.
Να μη βρεθεί στον κόσμο μας κάποια γυναίκα να με ψέξει,
που θα τον άφηνα νεκρό ασαβάνωτο, έναν με τόσα πλούτη στον καιρό του.”
Αυτά μας είπε κι εμείς εμπιστευτήκαμε στα λόγια της
με την περήφανη καρδιά μας.
Τότε λοιπόν αδιάκοπα, την κάθε μέρα, υφαίνοντας το υπέρμετρο φαντό,
140το ξήλωνε τη νύχτα, πλάι της έχοντας τις δάδες αναμμένες.
Έτσι για τρία χρόνια με τον δόλο της έπεισε και ξεγέλασε
τους Αχαιούς ανύποπτους.
Όταν ωστόσο μπήκε η τέταρτη χρονιά, γυρίζοντας κι οι εποχές,
τότε κάποια από τις γυναίκες της το μυστικό μαρτύρησε που το ᾽ξερε καλά,
κι εμείς την πιάσαμε επ᾽ αυτοφώρω να ξηλώνει το φωτεινό φαντό —
οπότε και το τέλεψε, παρά τη θέλησή της, υποχωρώντας στην ανάγκη.
Κι όταν εκείνη έχοντας υφάνει το μακρύ φαντό,
έπλυνε το πανί και το ᾽δειξε στο φως (σαν ήλιος έλαμπε και σαν φεγγάρι),
τότε από κάπου ένας δαίμονας κακός τον Οδυσσέα έφερε
150στην άλλην άκρη, στους αγρούς, στη μάντρα του χοιροβοσκού.
|