22. ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΘΕΝΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗ ΔΙΟΓΕΝΗΣ [22.1] Αντισθένη και Κράτη, μια και δεν έχουμε τί να κάνουμε, δεν πηγαίνουμε κατευθείαν στην είσοδο του κάτω κόσμου, για να κάνουμε περίπατο και να δούμε αυτούς που κατεβαίνουν τί λογής είναι και τί κάνει ο καθένας τους; ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ Πάμε, Διογένη. Θα είναι και ευχάριστο το θέαμα, να τους βλέπεις άλλους να κλαίνε, κι άλλους να ικετεύουν να τους αφήσουνε, μερικούς πάλι να κατεβαίνουν με το ζόρι, και ο Ερμής να τους σπρώχνει στο σβέρκο, ενώ αυτοί αντιστέκονται και στυλώνουν τα πόδια τους γέρνοντας προς τα πίσω, πράγμα εντελώς ανώφελο. ΚΡΑΤΗΣ Εγώ λοιπόν θα σας διηγηθώ και όσα είδα, όταν κατέβαινα αυτόν τον δρόμο. ΔΙΟΓΕΝΗΣ Να μας τα διηγηθείς, Κράτη. Φαίνεται ότι είδες πράγματα πολύ διασκεδαστικά. ΚΡΑΤΗΣ [22.2.] Κατέβαιναν μαζί μας και πολλοί άλλοι, κι ανάμεσά τους κάποιοι διακεκριμένοι, ο Ισμηνόδωρος, ο πλούσιος ο δικός μας, και ο Αρσάκης, ο ύπαρχος της Μηδίας, και ο Οροίτης ο Αρμένιος. Ο Ισμηνόδωρος λοιπόν —τον είχαν σκοτώσει ληστές, καθώς βάδιζε στους πρόποδες του Κιθαιρώνα πηγαίνοντας, νομίζω, στην Ελευσίνα— αναστέναζε και κρατούσε το τραύμα με τα χέρια του και φώναζε συνεχώς τα παιδιά του, που τα άφησε νεογέννητα, και κατηγορούσε τον εαυτό του για την παράτολμη πράξη του: ενώ σκόπευε να περάσει τον Κιθαιρώνα και να διασχίσει την περιοχή γύρω από τις Ελευθερές, που είχε ερημωθεί εντελώς από τους πολέμους, πήρε για συνοδεία του μόνο δύο υπηρέτες, και μάλιστα ενώ κουβαλούσε μαζί του πέντε χρυσές κούπες και τέσσερα κύπελλα. [22.3] Ο Αρσάκης πάλι —ήδη γέροντας και, μά τον Δία, καθόλου αναξιοπρεπής στην εμφάνιση— έδειχνε τη στενοχώρια του με τρόπο βαρβαρικό και αγανακτούσε που βάδιζε πεζός, και απαιτούσε να του φέρουνε το άλογό του. Πραγματικά το άλογο είχε σκοτωθεί μαζί του, καθώς διατρυπήθηκαν και οι δύο, με ένα μόνο χτύπημα, από κάποιον Θρακιώτη πελταστή στη μάχη κοντά στον Αράξη εναντίον του άρχοντα της Καππαδοκίας. Ο Αρσάκης έκανε προέλαση, όπως διηγιόταν, εξορμώντας πολύ πριν από τους άλλους, ο Θρακιώτης όμως ζάρωσε χαμηλά στο έδαφος και, μπαίνοντας κάτω από τη μικρή του ασπίδα, αποκρούει το κοντάρι του Αρσάκη και, στηρίζοντας κάτω τη σάρισά του, τον διατρυπά και αυτόν και το άλογο. ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ [22.4] Πώς είναι δυνατό, Κράτη, να γίνει αυτό με ένα χτύπημα; ΚΡΑΤΗΣ Πολύ εύκολα, Αντισθένη. Ο ένας έκανε προέλαση, προβάλλοντας ένα κοντάρι είκοσι πήχεις, ο Θρακιώτης όμως, μόλις απέκρουσε την επίθεση με τη μικρή του ασπίδα, και απομακρύνθηκε απ᾽ αυτόν η αιχμή του δόρατος, γονατίζει και αντιμετωπίζει την προέλαση με τη σάρισά του και τραυματίζει κάτω από το στέρνο το άλογο, που τρυπήθηκε πέρα ως πέρα από την ορμή και τη φόρα του. Διαπεράστηκε όμως και ο Αρσάκης πέρα ως πέρα, από τη βουβωνική περιοχή ως στους γλουτούς. Βλέπεις λοιπόν τί έγινε; Έργο όχι του ανθρώπου, αλλά μάλλον του αλόγου. Αγανακτούσε όμως, επειδή ήταν ισότιμος με τους άλλους, και απαιτούσε να κατεβεί έφιππος. [22.5] Ο Οροίτης πάλι είχε πολύ ευαίσθητα πόδια και δεν μπορούσε, όχι να βαδίσει, αλλά ούτε καν να σταθεί στο έδαφος. Το παθαίνουν αυτό πραγματικά όλοι οι Μήδοι, όταν κατεβούν από τα άλογα· βαδίζουν στα δάχτυλα με δυσκολία, σαν να πατούν επάνω σε αγκάθια. Καθώς λοιπόν αυτός ξάπλωσε κάτω και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να σηκωθεί, ο λεβέντης ο Ερμής τον σήκωσε στα χέρια και τον μετέφερε μέχρι το καραβάκι, ενώ εγώ γελούσα.
|