Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Νεκρικοὶ Διάλογοι (22.1-22.5)


22. ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΘΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗΤΟΣ


ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[22.1] Ἀντίσθενες καὶ Κράτης, σχολὴν ἄγομεν· ὥστε τί οὐκ ἄπιμεν εὐθὺ τῆς καθόδου περιπατήσοντες, ὀψόμενοι τοὺς κατιόντας οἷοί τινές εἰσι καὶ τί ἕκαστος αὐτῶν ποιεῖ;
ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ
Ἀπίωμεν, ὦ Διόγενες· καὶ γὰρ ἂν ἡδὺ τὸ θέαμα γένοιτο, τοὺς μὲν δακρύοντας αὐτῶν ὁρᾶν, τοὺς δὲ ἱκετεύοντας ἀφεθῆναι. ἐνίους δὲ μόλις κατιόντας καὶ ἐπὶ τράχηλον ὠθοῦντος τοῦ Ἑρμοῦ ὅμως ἀντιβαίνοντας καὶ ὑπτίους ἀντερείδοντας οὐδὲν δέον.
ΚΡΑΤΗΣ
Ἔγωγ᾽ οὖν καὶ διηγήσομαι ὑμῖν ἃ εἶδον ὁπότε κατῄειν κατὰ τὴν ὁδόν.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Διήγησαι, ὦ Κράτης· ἔοικας γάρ τινα ἑωρακέναι παγγέλοια.
ΚΡΑΤΗΣ
[22.2] Καὶ ἄλλοι μὲν πολλοὶ συγκατέβαινον ἡμῖν, ἐν αὐτοῖς δὲ ἐπίσημοι Ἰσμηνόδωρός τε ὁ πλούσιος ὁ ἡμέτερος καὶ Ἀρσάκης ὁ Μηδίας ὕπαρχος καὶ Ὀροίτης ὁ Ἀρμένιος. ὁ μὲν οὖν Ἰσμηνόδωρος —ἐπεφόνευτο γὰρ ὑπὸ τῶν λῃστῶν ὑπὸ τὸν Κιθαιρῶνα Ἐλευσῖνάδε οἶμαι βαδίζων— ἔστενε καὶ τὸ τραῦμα ἐν ταῖν χεροῖν εἶχε καὶ τὰ παιδία, ἃ νεογνὰ καταλελοίπει, ἀνεκαλεῖτο καὶ ἑαυτῷ ἐπεμέμφετο τῆς τόλμης, ὃς Κιθαιρῶνα ὑπερβάλλων καὶ τὰ περὶ τὰς Ἐλευθερὰς χωρία πανέρημα ὄντα ὑπὸ τῶν πολέμων διοδεύων δύο μόνους οἰκέτας ἐπηγάγετο, καὶ ταῦτα φιάλας πέντε χρυσᾶς καὶ κυμβία τέτταρα μεθ᾽ ἑαυτοῦ κομίζων. [22.3] ὁ δὲ Ἀρσάκης —γηραιὸς ἤδη καὶ νὴ Δί᾽ οὐκ ἄσεμνος τὴν ὄψιν— εἰς τὸ βαρβαρικὸν ἤχθετο καὶ ἠγανάκτει πεζὸς βαδίζων καὶ ἠξίου τὸν ἵππον αὐτῷ προσαχθῆναι· καὶ γὰρ καὶ ὁ ἵππος αὐτῷ συνετεθνήκει, μιᾷ πληγῇ ἀμφότεροι διαπαρέντες ὑπὸ Θρᾳκός τινος πελταστοῦ ἐν τῇ ἐπὶ τῷ Ἀράξῃ πρὸς τὸν Καππαδόκην συμπλοκῇ. ὁ μὲν γὰρ Ἀρσάκης ἐπήλαυνεν, ὡς διηγεῖτο, πολὺ τῶν ἄλλων προεξορμήσας, ὑποστὰς δὲ ὁ Θρᾷξ τῇ πέλτῃ μὲν ὑποδὺς ἀποσείεται τοῦ Ἀρσάκου τὸν κοντόν, ὑποθεὶς δὲ τὴν σάρισαν αὐτόν τε διαπείρει καὶ τὸν ἵππον.
ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ
[22.4] Πῶς οἷόν τε, ὦ Κράτης, μιᾷ πληγῇ τοῦτο γενέσθαι;
ΚΡΑΤΗΣ
Ῥᾷστ᾽, ὦ Ἀντισθένες· ὁ μὲν γὰρ ἐπήλαυνεν εἰκοσάπηχύν τινα κοντὸν προβεβλημένος, ὁ Θρᾷξ δ᾽ ἐπειδὴ τῇ πέλτῃ παρεκρούσατο τὴν προσβολὴν καὶ παρῆλθεν αὐτὸν ἡ ἀκωκή, ἐς τὸ γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσῃ τὴν ἐπέλασιν καὶ τιτρώσκει τὸν ἵππον ὑπὸ τὸ στέρνον ὑπὸ θυμοῦ καὶ σφοδρότητος ἑαυτὸν διαπείραντα· διελαύνεται δὲ καὶ ὁ Ἀρσάκης
ἐκ τοῦ βουβῶνος διαμπὰξ ἄχρι ὑπὸ τὴν πυγήν. ὁρᾷς οἷόν τι ἐγένετο, οὐ τοῦ ἀνδρός, ἀλλὰ τοῦ ἵππου μᾶλλον τὸ ἔργον. ἠγανάκτει δ᾽ ὅμως ὁμότιμος ὢν τοῖς ἄλλοις καὶ ἠξίου ἱππεὺς κατιέναι. [22.5] ὁ δέ γε Ὀροίτης καὶ πάνυ ἁπαλὸς ἦν τὼ πόδε καὶ οὐδ᾽ ἑστάναι χαμαί, οὐχ ὅπως βαδίζειν ἐδύνατο· πάσχουσι δ᾽ αὐτὸ ἀτεχνῶς Μῆδοι πάντες, ἢν ἀποβῶσι τῶν ἵππων· ὥσπερ οἱ ἐπὶ τῶν ἀκανθῶν ἀκροποδητὶ μόλις βαδίζουσιν. ὥστε ἐπεὶ καταβαλὼν ἑαυτὸν ἔκειτο καὶ οὐδεμιᾷ μηχανῇ ἀνίστασθαι ἤθελεν, ὁ βέλτιστος Ἑρμῆς ἀράμενος αὐτὸν ἐκόμισεν ἄχρι πρὸς τὸ πορθμεῖον, ἐγὼ δὲ ἐγέλων.


22. ΔΙΟΓΕΝΗ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΘΕΝΗ ΚΑΙ ΚΡΑΤΗ


ΔΙΟΓΕΝΗΣ
[22.1] Αντισθένη και Κράτη, μια και δεν έχουμε τί να κάνουμε, δεν πηγαίνουμε κατευθείαν στην είσοδο του κάτω κόσμου, για να κάνουμε περίπατο και να δούμε αυτούς που κατεβαίνουν τί λογής είναι και τί κάνει ο καθένας τους;
ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ
Πάμε, Διογένη. Θα είναι και ευχάριστο το θέαμα, να τους βλέπεις άλλους να κλαίνε, κι άλλους να ικετεύουν να τους αφήσουνε, μερικούς πάλι να κατεβαίνουν με το ζόρι, και ο Ερμής να τους σπρώχνει στο σβέρκο, ενώ αυτοί αντιστέκονται και στυλώνουν τα πόδια τους γέρνοντας προς τα πίσω, πράγμα εντελώς ανώφελο.
ΚΡΑΤΗΣ
Εγώ λοιπόν θα σας διηγηθώ και όσα είδα, όταν κατέβαινα αυτόν τον δρόμο.
ΔΙΟΓΕΝΗΣ
Να μας τα διηγηθείς, Κράτη. Φαίνεται ότι είδες πράγματα πολύ διασκεδαστικά.
ΚΡΑΤΗΣ
[22.2.] Κατέβαιναν μαζί μας και πολλοί άλλοι, κι ανάμεσά τους κάποιοι διακεκριμένοι, ο Ισμηνόδωρος, ο πλούσιος ο δικός μας, και ο Αρσάκης, ο ύπαρχος της Μηδίας, και ο Οροίτης ο Αρμένιος. Ο Ισμηνόδωρος λοιπόν —τον είχαν σκοτώσει ληστές, καθώς βάδιζε στους πρόποδες του Κιθαιρώνα πηγαίνοντας, νομίζω, στην Ελευσίνα— αναστέναζε και κρατούσε το τραύμα με τα χέρια του και φώναζε συνεχώς τα παιδιά του, που τα άφησε νεογέννητα, και κατηγορούσε τον εαυτό του για την παράτολμη πράξη του: ενώ σκόπευε να περάσει τον Κιθαιρώνα και να διασχίσει την περιοχή γύρω από τις Ελευθερές, που είχε ερημωθεί εντελώς από τους πολέμους, πήρε για συνοδεία του μόνο δύο υπηρέτες, και μάλιστα ενώ κουβαλούσε μαζί του πέντε χρυσές κούπες και τέσσερα κύπελλα. [22.3] Ο Αρσάκης πάλι —ήδη γέροντας και, μά τον Δία, καθόλου αναξιοπρεπής στην εμφάνιση— έδειχνε τη στενοχώρια του με τρόπο βαρβαρικό και αγανακτούσε που βάδιζε πεζός, και απαιτούσε να του φέρουνε το άλογό του. Πραγματικά το άλογο είχε σκοτωθεί μαζί του, καθώς διατρυπήθηκαν και οι δύο, με ένα μόνο χτύπημα, από κάποιον Θρακιώτη πελταστή στη μάχη κοντά στον Αράξη εναντίον του άρχοντα της Καππαδοκίας. Ο Αρσάκης έκανε προέλαση, όπως διηγιόταν, εξορμώντας πολύ πριν από τους άλλους, ο Θρακιώτης όμως ζάρωσε χαμηλά στο έδαφος και, μπαίνοντας κάτω από τη μικρή του ασπίδα, αποκρούει το κοντάρι του Αρσάκη και, στηρίζοντας κάτω τη σάρισά του, τον διατρυπά και αυτόν και το άλογο.
ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ
[22.4] Πώς είναι δυνατό, Κράτη, να γίνει αυτό με ένα χτύπημα;
ΚΡΑΤΗΣ
Πολύ εύκολα, Αντισθένη. Ο ένας έκανε προέλαση, προβάλλοντας ένα κοντάρι είκοσι πήχεις, ο Θρακιώτης όμως, μόλις απέκρουσε την επίθεση με τη μικρή του ασπίδα, και απομακρύνθηκε απ᾽ αυτόν η αιχμή του δόρατος, γονατίζει και αντιμετωπίζει την προέλαση με τη σάρισά του και τραυματίζει κάτω από το στέρνο το άλογο, που τρυπήθηκε πέρα ως πέρα από την ορμή και τη φόρα του. Διαπεράστηκε όμως και ο Αρσάκης πέρα ως πέρα, από τη βουβωνική περιοχή ως στους γλουτούς. Βλέπεις λοιπόν τί έγινε; Έργο όχι του ανθρώπου, αλλά μάλλον του αλόγου. Αγανακτούσε όμως, επειδή ήταν ισότιμος με τους άλλους, και απαιτούσε να κατεβεί έφιππος. [22.5] Ο Οροίτης πάλι είχε πολύ ευαίσθητα πόδια και δεν μπορούσε, όχι να βαδίσει, αλλά ούτε καν να σταθεί στο έδαφος. Το παθαίνουν αυτό πραγματικά όλοι οι Μήδοι, όταν κατεβούν από τα άλογα· βαδίζουν στα δάχτυλα με δυσκολία, σαν να πατούν επάνω σε αγκάθια. Καθώς λοιπόν αυτός ξάπλωσε κάτω και δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να σηκωθεί, ο λεβέντης ο Ερμής τον σήκωσε στα χέρια και τον μετέφερε μέχρι το καραβάκι, ενώ εγώ γελούσα.