Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ἠθικὰ Νικομάχεια (1105b-1106a)

[V] Μετὰ δὲ ταῦτα τί ἐστιν ἡ ἀρετὴ σκεπτέον. ἐπεὶ οὖν τὰ ἐν τῇ ψυχῇ γινόμενα τρία ἐστί, πάθη δυνάμεις ἕξεις, τούτων ἄν τι εἴη ἡ ἀρετή. λέγω δὲ πάθη μὲν ἐπιθυμίαν ὀργὴν φόβον θάρσος φθόνον χαρὰν φιλίαν μῖσος πόθον ζῆλον ἔλεον, ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη· δυνάμεις δὲ καθ᾽ ἃς παθητικοὶ τούτων λεγόμεθα, οἷον καθ᾽ ἃς δυνατοὶ ὀργισθῆναι ἢ λυπηθῆναι ἢ ἐλεῆσαι· ἕξεις δὲ καθ᾽ ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς, οἷον πρὸς τὸ ὀργισθῆναι, εἰ μὲν σφοδρῶς ἢ ἀνειμένως, κακῶς ἔχομεν, εἰ δὲ μέσως, εὖ· ὁμοίως δὲ καὶ πρὸς τἆλλα. πάθη μὲν οὖν οὐκ εἰσὶν οὔθ᾽ αἱ ἀρεταὶ οὔθ᾽ αἱ κακίαι, ὅτι οὐ λεγόμεθα κατὰ τὰ πάθη σπουδαῖοι ἢ φαῦλοι, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας λεγόμεθα, καὶ ὅτι κατὰ μὲν τὰ πάθη οὔτ᾽ ἐπαινούμεθα οὔτε ψεγόμεθα (οὐ γὰρ ἐπαινεῖται ὁ φοβούμενος οὐδὲ ὁ ὀργιζόμενος, οὐδὲ ψέγεται ὁ ἁπλῶς ὀργιζόμενος [1106a] ἀλλ᾽ ὁ πῶς), κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας ἐπαινούμεθα ἢ ψεγόμεθα. ἔτι ὀργιζόμεθα μὲν καὶ φοβούμεθα ἀπροαιρέτως, αἱ δ᾽ ἀρεταὶ προαιρέσεις τινὲς ἢ οὐκ ἄνευ προαιρέσεως. πρὸς δὲ τούτοις κατὰ μὲν τὰ πάθη κινεῖσθαι λεγόμεθα, κατὰ δὲ τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς κακίας οὐ κινεῖσθαι ἀλλὰ διακεῖσθαί πως. διὰ ταῦτα δὲ οὐδὲ δυνάμεις εἰσίν· οὔτε γὰρ ἀγαθοὶ λεγόμεθα τῷ δύνασθαι πάσχειν ἁπλῶς οὔτε κακοί, οὔτ᾽ ἐπαινούμεθα οὔτε ψεγόμεθα· ἔτι δυνατοὶ μέν ἐσμεν φύσει, ἀγαθοὶ δὲ ἢ κακοὶ οὐ γινόμεθα φύσει· εἴπομεν δὲ περὶ τούτου πρότερον. εἰ οὖν μήτε πάθη εἰσὶν αἱ ἀρεταὶ μήτε δυνάμεις, λείπεται ἕξεις αὐτὰς εἶναι. ὅ τι μὲν οὖν ἐστὶ τῷ γένει ἡ ἀρετή, εἴρηται.

[5] Ύστερα από όλα αυτά καιρός να εξετάσουμε τί είναι η αρετή. Δεδομένου ότι τα συμβαίνοντα στην ψυχή μας είναι τρία, πάθη, δυνάμεις, έξεις, η αρετή δεν μπορεί παρά να είναι ένα από αυτά. Λέγοντας πάθη εννοώ την επιθυμία, την οργή, τον φόβο, το θάρρος, τον φθόνο, τη χαρά, την αγάπη, το μίσος, τη λαχτάρα, τη ζηλοτυπία, την ευσπλαχνία, γενικά όσα συνοδεύονται από ευχαρίστηση ή δυσαρέσκεια. Λέγοντας δυνάμεις εννοώ αυτές που κάνουν να λεγόμαστε ικανοί να έχουμε μετοχή σ᾽ αυτά, δηλαδή στα πάθη (να μπορούμε π.χ. να οργιζόμαστε ή να λυπούμαστε ή να νιώθουμε ευσπλαχνία)· λέγοντας, τέλος, έξεις εννοώ την καλή ή κακή μας σχέση με τα πάθη (ενσχέσει π.χ. προς την οργή: αν οργιζόμαστε πάρα πολύ ή εντελώς χαλαρά, η σχέση μας με την οργή είναι κακή, αν όμως οργιζόμαστε με έναν μέσο τρόπο, η σχέση μας με αυτήν είναι καλή· το ίδιο και με τα άλλα πάθη).
Ούτε οι αρετές, επομένως, ούτε οι κακίες είναι πάθη, αφού κανένας δεν μας λέει καλούς ή όχι καλούς κατά τα πάθη, ενώ μας λένε κατά τις αρετές και τις κακίες· έπειτα, κανένας δεν μας επαινεί ούτε μας ψέγει κατά τα πάθη (κανένας δεν επαινεί τον άνθρωπο που αισθάνεται φόβο ή οργή, ούτε κατηγορεί τον άνθρωπο που, έτσι γενικά, οργίζεται, [1106a] αλλά αυτόν που οργίζεται με έναν ορισμένο τρόπο), ενώ κατά τις αρετές και τις κακίες μάς επαινούν ή μας ψέγουν.
Οργιζόμαστε, επίσης, και φοβούμαστε όχι από δική μας επιλογή, οι αρετές όμως είναι, κατά κάποιο τρόπο, αποτέλεσμα επιλογής ή, έστω, όχι δίχως διαδικασία επιλογής· τέλος, ενσχέσει με τα πάθη ο λόγος μας χρησιμοποιεί τη λέξη «κινούμαι», ενώ ενσχέσει με τις αρετές και τις κακίες όχι τη λέξη «κινούμαι», αλλά τη λέξη «διάκειμαι».
Για τους ίδιους αυτούς λόγους δεν είναι ούτε δυνάμεις· πραγματικά, ούτε μας λένε καλούς ή κακούς ούτε μας επαινούν ή μας ψέγουν για μόνο τον λόγο ότι μπορούμε να μετέχουμε στα πάθη· άλλωστε τις δυνάμεις τις έχουμε εκ φύσεως, καλοί όμως ή κακοί δεν γινόμαστε από τη φύση — για το θέμα όμως αυτό μιλήσαμε πρωτύτερα.
Αν λοιπόν οι αρετές δεν είναι ούτε πάθη ούτε δυνάμεις, μένει να είναι έξεις.
Εδώ ολοκληρώθηκε ο λόγος μας για το γένος της αρετής.