Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΣΙΟΔΟΣ

Θεογονία (886-929)

Ζεὺς δὲ θεῶν βασιλεὺς πρώτην ἄλοχον θέτο Μῆτιν,
πλεῖστα θεῶν εἰδυῖαν ἰδὲ θνητῶν ἀνθρώπων.
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἄρ᾽ ἔμελλε θεὰν γλαυκῶπιν Ἀθήνην
τέξεσθαι, τότ᾽ ἔπειτα δόλῳ φρένας ἐξαπατήσας
890 αἱμυλίοισι λόγοισιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
Γαίης φραδμοσύνῃσι καὶ Οὐρανοῦ ἀστερόεντος·
τὼς γάρ οἱ φρασάτην, ἵνα μὴ βασιληίδα τιμὴν
ἄλλος ἔχοι Διὸς ἀντὶ θεῶν αἰειγενετάων.
ἐκ γὰρ τῆς εἵμαρτο περίφρονα τέκνα γενέσθαι·
895 πρώτην μὲν κούρην γλαυκώπιδα Τριτογένειαν,
ἶσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν,
αὐτὰρ ἔπειτ᾽ ἄρα παῖδα θεῶν βασιλῆα καὶ ἀνδρῶν
ἤμελλεν τέξεσθαι, ὑπέρβιον ἦτορ ἔχοντα·
ἀλλ᾽ ἄρα μιν Ζεὺς πρόσθεν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν,
900 ὥς οἱ συμφράσσαιτο θεὰ ἀγαθόν τε κακόν τε.
— — —
δεύτερον ἠγάγετο λιπαρὴν Θέμιν, ἣ τέκεν Ὥρας,
Εὐνομίην τε Δίκην τε καὶ Εἰρήνην τεθαλυῖαν,
αἵ τ᾽ ἔργ᾽ ὠρεύουσι καταθνητοῖσι βροτοῖσι,
Μοίρας θ᾽, ᾗς πλείστην τιμὴν πόρε μητίετα Ζεύς,
905 Κλωθώ τε Λάχεσίν τε καὶ Ἄτροπον, αἵ τε διδοῦσι
θνητοῖς ἀνθρώποισιν ἔχειν ἀγαθόν τε κακόν τε.
τρεῖς δέ οἱ Εὐρυνόμη Χάριτας τέκε καλλιπαρήους,
Ὠκεανοῦ κούρη πολυήρατον εἶδος ἔχουσα,
Ἀγλαΐην τε καὶ Εὐφροσύνην Θαλίην τ᾽ ἐρατεινήν·
910 τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο δερκομενάων
λυσιμελής· καλὸν δέ θ᾽ ὑπ᾽ ὀφρύσι δερκιόωνται.
αὐτὰρ ὁ Δήμητρος πολυφόρβης ἐς λέχος ἦλθεν·
ἣ τέκε Περσεφόνην λευκώλενον, ἣν Ἀιδωνεὺς
ἥρπασεν ἧς παρὰ μητρός, ἔδωκε δὲ μητίετα Ζεύς.
915Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς.
Λητὼ δ᾽ Ἀπόλλωνα καὶ Ἄρτεμιν ἰοχέαιραν
ἱμερόεντα γόνον περὶ πάντων Οὐρανιώνων
920 γείνατ᾽ ἄρ᾽ αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα.
λοισθοτάτην δ᾽ Ἥρην θαλερὴν ποιήσατ᾽ ἄκοιτιν·
ἡ δ᾽ Ἥβην καὶ Ἄρηα καὶ Εἰλείθυιαν ἔτικτε
μιχθεῖσ᾽ ἐν φιλότητι θεῶν βασιλῆι καὶ ἀνδρῶν.
αὐτὸς δ᾽ ἐκ κεφαλῆς γλαυκώπιδα γείνατ᾽ Ἀθήνην,
925 δεινὴν ἐγρεκύδοιμον ἀγέστρατον ἀτρυτώνην,
πότνιαν, ᾗ κέλαδοί τε ἅδον πόλεμοί τε μάχαι τε·
Ἥρη δ᾽ Ἥφαιστον κλυτὸν οὐ φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο, καὶ ζαμένησε καὶ ἤρισεν ᾧ παρακοίτῃ,
ἐκ πάντων τέχνῃσι κεκασμένον Οὐρανιώνων.

Κι ο Δίας, των θεών ο βασιλιάς, πήρε τη Μήτιδα για πρώτη του γυναίκα,
που πιο πολλά γνωρίζει απ᾽ όλους τους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους.
Μα όταν πια τη θεά Αθηνά, την αστραπόματη, έμελλε
εκείνη να γεννήσει, τότε με δόλο το νου της ο Δίας τον ξεγέλασε
890και με χαριτωμένα λόγια στην κοιλιά του την κατάπιε,
με συμβουλές της Γης και του Ουρανού που ᾽ναι γεμάτος άστρα.
Γιατί έτσι τον συμβουλέψανε, για να μην πάρει άλλος κανείς
απ᾽ τους αιώνιους θεούς στη θέση του Δία τη βασιλική εξουσία.
Γιατί απ᾽ αυτήν ήταν μοίρα να γίνουνε παιδιά υπέρτερα στο νου απ᾽ όλους.
Πρώτα μια κόρη θα γεννούσε, την αστραπόματη την Τριτογένεια,
που θα ᾽χε ορμή και φρόνιμη βουλή ίσα με τον πατέρα της,
μα έπειτα έμελλε να γεννήσει γιο που θα γινόταν βασιλιάς
θεών κι ανθρώπων και θα ᾽χε καρδιά υπερδύναμη.
Μα πιο μπροστά ο Δίας στην κοιλιά του την κατάπιε,
900για να στοχάζεται μαζί του η θεά το καλό και το κακό.
— — —
Δεύτερη πήρε σύζυγο τη λαμπερή τη Θέμιδα που γέννησε τις Ώρες,
την Ευνομία, τη Δίκη και τη θαλερή Ειρήνη
που των ανθρώπων των θνητών φροντίζουνε τα έργα,
γέννησε και τις Μοίρες που ο συνετός ο Δίας τούς έδωσε τη μέγιστη τιμή,
τη Λάχεση, την Άτροπο και την Κλωθώ που στους ανθρώπους
δίνουν τους θνητούς και το καλό και το κακό να έχουν.
Τρεις Χάριτες μ᾽ ωραία μάγουλα του γέννησε η Ευρυνόμη,
η κόρη του Ωκεανού που ᾽χει όψη πολυέραστη,
την Αγλαΐα, την Ευφροσύνη και την εράσμια Θαλίη.
910Από τα βλέφαρά τους στάζει καθώς κοιτάνε έρωτας
που παραλύει τα μέλη. Κι ωραία κάτω απ᾽ τα φρύδια βλέπουν.
Αλλά και στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε.
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα μπράτσα, που ο Άδης
την απήγαγε απ᾽ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας τού την έδωσε.
Κι ύστερα πάλι τη Μνημοσύνη αγάπησε με την ωραία κόμη,
και γεννηθήκανε απ᾽ αυτήν οι Μούσες που φορούν χρυσό διάδημα
οι εννιά, που τους αρέσουν οι ευωχίες και η τέρψη των ασμάτων.
Και η Λητώ γέννησε τον Απόλλωνα και τη σαϊτοβόλα Άρτεμη,
τα πιο αγαπητά παιδιά απ᾽ όλους τ᾽ Ουρανού τους απογόνους,
920σαν με το Δία έσμιξε ερωτικά που την αιγίδα έχει.
Και τελευταία τη θαλερή την Ήρα ομόκλινή του έκανε.
Εκείνη την Ήβη και τον Άρη και την Ειλείθυια γέννησε,
σαν έσμιξε ερωτικά με των θεών το βασιλιά και των ανθρώπων.
Ο ίδιος γέννησε απ᾽ το κεφάλι του την αστραπόματη Αθηνά,
925δεινή να ξεσηκώνει το θόρυβο της μάχης, στρατοδηγήτρια, αδάμαστη,
δέσποινα, που της αρέσουν οι κραυγές, οι πόλεμοι κι οι μάχες.
Η Ήρα τον ξακουστό τον Ήφαιστο —που απ᾽ όλους τους γόνους
του Ουρανού ήταν υπέρτερος στις τέχνες— δίχως να σμίξει ερωτικά
τον γέννησε, γιατί οργίστηκε πολύ και μάλωσε με τον ομόκλινό της.