ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΚΟΡ. Μακαρισμένοι οι άνθρωποι,
που τη ζωή περνούνε
χωρίς να δοκιμάσουν,
βάσανα τί θα πούνε.
Μα αλίμονο! αν το σπίτι τους
ένας θεός το σείσει·
αυτό θα προχωρήσει
γενιά με τη γενιά.
Σαν κύμα π᾽ ανεμόδαρτο,
590απ᾽ τον βυθό εκεί χάμω
τον σκοτεινό της θάλασσας,
σηκώνει μαύρον άμμο·
κι όπου το κύμα τ᾽ άγριο
μ᾽ αντίχτυπο ξεσπάζει,
βροντά κι αναστενάζει
κι η ακροθαλασσιά.
ΕΤΕΡΟΣ ΓΕΡΩΝ
Και τα παλιά παθήματα,
βλέπω στους Λαβδακίδες,
τ᾽ ακολουθούν παθήματα
που πνίγουν τις ελπίδες·
λύτρωση πια δεν έχουνε,
μα από τους αθανάτους
την άτυχη γενιά τους
κανείς την κυνηγά.
Κι έτσι, το φως που απλώθηκε
γλυκά για να ζεστάνει
600το δέντρο του Οιδίποδα,
που τα κλαδια του χάνει,
για να το σβήσει έρχεται
μια ματωμένη σκόνη,
κι ο λόγος που πληγώνει,
κι η εγδίκηση η κακιά.
ΚΟΡ. Ω Δία, ποιός το φαντάστηκε
πως θενα σταματήσει
την άφταστή σου δύναμη,
και πως θα τη νικήσει,
αφού δεν την ενίκησαν
κι αυτοί που όλα λυγούνε
χωρίς να κουραστούνε,
ο ύπνος κι ο καιρός;
Και βασιλιάς αγέραστος,
στο δυνατό σου χέρι
εσύ κρατάς τον Όλυμπο,
610που λάμπει σαν αστέρι.
Μα τον θνητό τον άνθρωπο,
η συφορά κρυμμένη
στον δρόμο τον προσμένει·
ο νόμος είναι αυτός.
(παρουσιάζεται ο Αίμων)
Όμως η ελπίδα η άστατη
πολλούς παρηγοράει,
τα δώρα της χαρίζοντας,
μα και πολλούς γελάει.
Και δίχως να το νιώσουνε
σιγά σιγά τους σέρνει
και σαν τυφλούς τους φέρνει
να πέσουν στη φωτιά.
620Κι είν᾽ ένας λόγος φρόνιμος,
που πάντοτε αληθεύει,
πως το κακό της μοίρας του
με το καλό μπερδεύει
εκείνος οπού σπρώχνεται
από θεό κρυμμένο,
σε λάκκον ανοιγμένο
να βρει τη συφορά.
|