ΚΟΜΜΟΣ
ΧΟΡ. Άκουσέ μου και θέλησε
650να σκεφτείς, βασιλιά, σε ικετεύω.
ΟΙΔ. Σε τί θέλεις λοιπόν να υποχωρήσω;
ΧΟΡ. Τον άντρα που και πριν
δεν ήταν δίχως νου
και που μεγάλο αυτός
τον κάνει ο όρκος τώρα,
να τονε σεβαστείς.
ΟΙΔ. Μα ξέρεις τί ζητάς; ΧΟΡ. Ξέρω. ΟΙΔ. Εξηγήσου.
ΧΟΡ. Το φίλο πὄχει έτσι δεθεί
με κατάρες φριχτές
μην τον κατηγορείς
με δίχως καμιά βάσιμη αφορμή
και σε ατιμία τον ρίξεις.
ΟΙΔ. Μα όταν ζητάς αυτό, καλά να ξέρεις,
είναι σαν να ζητάς το θάνατό μου,
είτε την εξορία μου απ᾽ τη χώρα.
660ΧΟΡ. Όχι, μά τον πρώτο απ᾽ τους θεούς
το θεό τον Ήλιο·
μα είθε να χαθώ κακήν κακώς
σε θεούς κι ανθρώπους μισητός,
αν μου πέρασε απ᾽ το νου
καμιά τέτοια ιδέα·
μα, ο βαριόμοιρος, μου σκίζει την καρδιά
αν, ενώ έτσι χάνετ᾽ αυτ᾽ η χώρα,
πάνω σ᾽ όσες παλιές είχε συφορές
προστεθεί κι αυτ᾽ η καινούρια τώρα.
ΟΙΔ. Μ᾽ ας πάει λοιπόν αυτός κι αν πρέπει ακόμη
νά ᾽βρω εγώ βέβαιο θάνατο ή να φύγω
670αποδιωγμένος άτιμ᾽ απ᾽ τη χώρα·
γιατί τα παρακάλια τα δικά σου
κι όχι αυτού με κινούνε σε συμπόνια·
αυτός, όπου και να ᾽ναι, εχθρός μου θα ᾽ναι.
ΚΡΕ. Κακόθυμος να υποχωρείς σε βλέπω,
μα όταν σου πέσει η οργή, θα νιώσεις βάρος·
γιατ᾽ είναι, πολύ δίκια, οι τέτοιες φύσεις
οι χειρότεροι εχθροί στον εαυτό τους.
ΟΙΔ. Λοιπόν δε θα μ᾽ αφήσεις και να φεύγεις;
ΚΡΕ. Ναι, θενα φύγω παραγνωρισμένος
από σένα, μα ο ίδιος γι᾽ αυτούς πάντα.
ΧΟΡ. Γιατί, δέσποινα, κάθεσαι
και μέσα μαζί δεν τον παίρνεις;
680ΙΟΚ. Θέλω πρώτα τί έχει συμβεί να μάθω.
ΧΟΡ. Κάποιες αβάσιμες
υποψίες γεννήθηκαν
πάνω στα λόγια τους·
μα ό,τι δεν είναι δίκιο
πληγώνει πιο βαριά.
ΙΟΚ. Κι απ᾽ τα δυο μέρη; ΧΟΡ. Μάλιστα. ΙΟΚ. Και τί είπαν;
ΧΟΡ. Ω, είν᾽ αρκετό, πολύ αρκετό,
καθώς το κρίνω εγώ,
μέσα στη συφορά
που παραδέρν᾽ η χώρα, να σταθεί
εκεί που τέλειωσε το πράμα.
ΟΙΔ. Βλέπεις πού φτάνεις, μ᾽ όλο πὄχεις κρίση
ξεχωριστή, το δίκιο το δικό μου
μ᾽ αδιάφορη και κρύα καρδιά αντικρίζεις.
690ΧΟΡ. Βασιλιά μου, δε σου το ᾽χω πει
μια φορά μονάχα,
μ᾽ άκου το και πάλι, πως
θα ᾽χα αναίσθητος φανεί
κι από κρίση ορθή λειψός,
αν σε παρατούσα εσένα,
που εσύ μόνος την πατρίδα μας, ενώ
άγρια την καταπονούσε μπόρα,
ορθοπλώρισες στα πρίμα· κι αν μπορείς,
ο καλός της οδηγός γένου και τώρα.
|