Μα ο άξιος αμέσως το ᾽νιωσε ο Αθηναίος
ηνίοχος, και τραβώντας το άρμα του έξω,
κρατάει ανοιχτά κι αφήνει ν᾽ ανταριάζει
στη μέση ο αλογοσίφουνας εκείνος.
Στερνός, πιο πίσω απ᾽ όλους, οδηγούσε
τ᾽ άρμα του ο Ορέστης, βέβαιος για το τέλος·
κι ως είδε που είχε μείνει εκείνος μόνος,
σκάνει μες στων αλόγων του τ᾽ αυτιά
μια βροντερή καμουτσικιά και δρόμο
τους δίνει, κι αφού φτάσανε στην ίδια
τα δυο άρματα γραμμή, τα ᾽τρεχαν έτσι,
740μια το ένα εμπρός, μια το άλλο, ένα κεφάλι.
Κι είχε πια κάμει όλους τους άλλους δρόμους
χωρίς κακό κι ορθός απ᾽ ορθό τ᾽ άρμα
ο δύστυχος, μα ενώ, στη στροφή επάνω,
χαλάρωνε το αριστερό το γκέμι
του αλόγου, χτύπησ᾽ άξαφνα στην άκρη
της στήλης, έσπασε στα δυο τ᾽ αξόνι,
γλίστρησ᾽ απ᾽ τ᾽ άρμα, και μες στα λουριά του
μπλεγμένος πέφτει καταγής, ενώ
τ᾽ άτια στη μέση σκόρπιζαν του στίβου.
Κι όταν τον είδε πὄπεφτε απ᾽ το δίφρο,
750βοή και θρήνο σήκωσε το πλήθος
για το λεβεντονιό, που μετά τέτοιες
νίκες, τέτοιό ηταν νά ᾽βρει κακό τέλος,
πότε σερνάμενος στη γης και πότε
στον ουρανό τινάζοντας τα πόδια του· ώσπου
μόλις και μετά βίας διφρηλάτες
σταμάτησαν το δρόμο των αλόγων
και τον έλυσαν, έτσι μέσα στο αίμα,
π᾽ ούτε φίλος θα γνώριζε κανένας
αν έβλεπε το άθλιο το λείψανό του.
Ευτύς απάνω σε πυρά τον κάψαν
και μέσα σε μικρή χάλκιν᾽ υδρία
στάχτη φτωχιά από τόσο μέγα σώμα
τη φέρνουν άντρες από τη Φωκίδα
σταλμένοι επί τ᾽ αυτού, για νά ᾽βρει τάφο
760εδώ στης πατρικής του γης το χώμα.
Έτσι έγιναν αυτά, θλιβερά τωόντι
όσο μπορεί να τα ιστορήσει ο λόγος,
μα για όσους τά ειδαν με τα μάτια τους
καθώς εμείς που ήμαστ᾽ εμπρός, κανένα
κακό δεν είδα πιο μεγάλο ως τώρα.
|