Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Ἠλέκτρα (731-763)

γνοὺς δ᾽ οὑξ Ἀθηνῶν δεινὸς ἡνιοστρόφος
ἔξω παρασπᾷ κἀνοκωχεύει παρεὶς
κλύδων᾽ ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον.
ἤλαυνε δ᾽ ἔσχατος μὲν ὑστέρας δ᾽ ἔχων
735πώλους Ὀρέστης, τῷ τέλει πίστιν φέρων·
ὃ δ᾽ ὡς ὁρᾷ μόνον νιν ἐλλελειμμένον,
ὀξὺν δι᾽ ὤτων κέλαδον ἐνσείσας θοαῖς
πώλοις διώκει, κἀξισώσαντε ζυγὰ
ἠλαυνέτην, τότ᾽ ἄλλος, ἄλλοθ᾽ ἅτερος
740κάρα προβάλλων ἱππικῶν ὀχημάτων.
καὶ τοὺς μὲν ἄλλους πάντας ἀσφαλεῖς δρόμους
ὠρθοῦθ᾽ ὁ τλήμων ὀρθὸς ἐξ ὀρθῶν δίφρων·
ἔπειτα λύων ἡνίαν ἀριστερὰν
κάμπτοντος ἵππου λανθάνει στήλην ἄκραν
745παίσας· ἔθραυσε δ᾽ ἄξονος μέσας χνόας,
κἀξ ἀντύγων ὤλισθεν· ἐν δ᾽ ἑλίσσεται
τμητοῖς ἱμᾶσι· τοῦ δὲ πίπτοντος πέδῳ
πῶλοι διεσπάρησαν ἐς μέσον δρόμον.
στρατὸς δ᾽ ὅπως ὁρᾷ νιν ἐκπεπτωκότα
750δίφρων, ἀνωλόλυξε τὸν νεανίαν,
οἷ᾽ ἔργα δράσας οἷα λαγχάνει κακά,
φορούμενος πρὸς οὖδας, ἄλλοτ᾽ οὐρανῷ
σκέλη προφαίνων, ἔστε νιν διφρηλάται,
μόλις κατασχεθόντες ἱππικὸν δρόμον,
755ἔλυσαν αἱματηρόν, ὥστε μηδένα
γνῶναι φίλων ἰδόντ᾽ ἂν ἄθλιον δέμας.
καί νιν πυρᾷ κέαντες εὐθὺς ἐν βραχεῖ
χαλκῷ μέγιστον σῶμα δειλαίας σποδοῦ
φέρουσιν ἄνδρες Φωκέων τεταγμένοι,
760ὅπως πατρῴας τύμβον ἐκλάχῃ χθονός.
τοιαῦτά σοι ταῦτ᾽ ἐστίν, ὡς μὲν ἐν λόγοις
ἀλγεινά, τοῖς δ᾽ ἰδοῦσιν, οἵπερ εἴδομεν,
μέγιστα πάντων ὧν ὄπωπ᾽ ἐγὼ κακῶν.


Μα ο άξιος αμέσως το ᾽νιωσε ο Αθηναίος
ηνίοχος, και τραβώντας το άρμα του έξω,
κρατάει ανοιχτά κι αφήνει ν᾽ ανταριάζει
στη μέση ο αλογοσίφουνας εκείνος.
Στερνός, πιο πίσω απ᾽ όλους, οδηγούσε
τ᾽ άρμα του ο Ορέστης, βέβαιος για το τέλος·
κι ως είδε που είχε μείνει εκείνος μόνος,
σκάνει μες στων αλόγων του τ᾽ αυτιά
μια βροντερή καμουτσικιά και δρόμο
τους δίνει, κι αφού φτάσανε στην ίδια
τα δυο άρματα γραμμή, τα ᾽τρεχαν έτσι,
740μια το ένα εμπρός, μια το άλλο, ένα κεφάλι.
Κι είχε πια κάμει όλους τους άλλους δρόμους
χωρίς κακό κι ορθός απ᾽ ορθό τ᾽ άρμα
ο δύστυχος, μα ενώ, στη στροφή επάνω,
χαλάρωνε το αριστερό το γκέμι
του αλόγου, χτύπησ᾽ άξαφνα στην άκρη
της στήλης, έσπασε στα δυο τ᾽ αξόνι,
γλίστρησ᾽ απ᾽ τ᾽ άρμα, και μες στα λουριά του
μπλεγμένος πέφτει καταγής, ενώ
τ᾽ άτια στη μέση σκόρπιζαν του στίβου.
Κι όταν τον είδε πὄπεφτε απ᾽ το δίφρο,
750βοή και θρήνο σήκωσε το πλήθος
για το λεβεντονιό, που μετά τέτοιες
νίκες, τέτοιό ηταν νά ᾽βρει κακό τέλος,
πότε σερνάμενος στη γης και πότε
στον ουρανό τινάζοντας τα πόδια του· ώσπου
μόλις και μετά βίας διφρηλάτες
σταμάτησαν το δρόμο των αλόγων
και τον έλυσαν, έτσι μέσα στο αίμα,
π᾽ ούτε φίλος θα γνώριζε κανένας
αν έβλεπε το άθλιο το λείψανό του.
Ευτύς απάνω σε πυρά τον κάψαν
και μέσα σε μικρή χάλκιν᾽ υδρία
στάχτη φτωχιά από τόσο μέγα σώμα
τη φέρνουν άντρες από τη Φωκίδα
σταλμένοι επί τ᾽ αυτού, για νά ᾽βρει τάφο
760εδώ στης πατρικής του γης το χώμα.
Έτσι έγιναν αυτά, θλιβερά τωόντι
όσο μπορεί να τα ιστορήσει ο λόγος,
μα για όσους τά ειδαν με τα μάτια τους
καθώς εμείς που ήμαστ᾽ εμπρός, κανένα
κακό δεν είδα πιο μεγάλο ως τώρα.