ΧΟΡ. Αηδόνα, αηδόνα καστανή,
ω λατρευτή, που σαν εσέ
δεν αγαπούμε άλλο πουλί,
συντρόφισσά μας στη βοσκή
και σε όλα τα τραγούδια μας,
680φάνηκες, ήρθες, σε είδαμε,
με τη λαλιά σου τη γλυκιά.
Ω εσύ, που με ήχους εαρινούς
παίζεις αυλό μελωδικό,
στους αναπαίστους κάμε αρχή.
ΚΟΡ. Σκοτεινόζωο ανθρώπινο γένος εσύ,
με των φύλλων παρόμοιο τη φύτρα,
λασποζύμωτα ανήμπορα πλάσματα, σκιές
και φαντάσματα κούφιων ειδώλων,
όντα εφήμερα, δίχως φτερούγες, θνητοί
κακορίζικοι, εικόνες ονείρων,
γιά προσέξτε κι ακούστε τ᾽ αθάνατα εμάς,
πὄχουμε ύπαρξη αιώνια στον κόσμο
κι είμαστε όντα του αιθέρα, χωρίς γερατειά
και με σκέψεις αθάνατες· κι έτσι,
690από μας αφού μάθετε πια τα σωστά
για τα ουράνια ζητήματα, κι όλη
την αλήθεια γνωρίσετε, ποιά των πουλιών
είναι η φύση και πώς έχουν γίνει
τα ποτάμια και το Έρεβος, Χάος και θεοί,
να φωνάξετε «Πρόδικε, σκάσε!»
Στην αρχή υπήρχε Νύχτα και Χάος μοναχά,
πλατύς Τάρταρος κι Έρεβος μαύρο·
ούτε αέρας υπήρχε ούτε γη ή ουρανός·
τότε μέσα στου Ερέβους τον κόρφο
τον απέραντο, έν᾽ άσπορο αυγό στην αρχή
η μαυροφτέρουγη Νύχτα γεννάει·
κι όταν ήρθε ο καιρός, απ᾽ τ᾽ αυγό ο ποθητός
πρόβαλε Έρωτας· είχε στις πλάτες
δυο φτερούγες που αστράφταν χρυσές, και γοργά
στο στροβίλισμα επέτα του ανέμου.
Με το Χάος, που κι αυτό φτερωτό ηταν, κρυφά
μες στον Τάρταρο ο Έρωτας σμίγει,
και το γένος μας έτσι ξεκλώσησε· αυτό
μες στο φως πρωτανέβασε κιόλας.
700Αθανάτων φυλή δεν υπήρχε, ώσπου πια
σμίξιμο έφερε ο Έρωτας σε όλα·
κι όπως έσμιγε το ᾽να με τ᾽ άλλο, ουρανός,
γη και θάλασσα γίνηκαν, κι όλων
των μακάριων αθάνατων θεών η φυλή.
Πιο παλιά λοιπόν είμαστε απ᾽ όλους
τους μακάριους θεούς. Κι ότι του Έρωτα εμείς
γέννημα είμαστε, πλήθος υπάρχουν
αποδείξεις· πετούμε κι εμείς σαν αυτόν
και μ᾽ αυτούς που αγαπούν πάντα πάμε·
κάποιο πρόσωπο, ας πούμε, κάνει όρκο, μακριά
πια να μείνει απ᾽ αυτόν που το θέλει,
μα για δώρο τού στέλνει πουλί ο εραστής,
χήνα, ορτύκι, τρυγόνι ή κοκόρι,
και του αλλάζει τη γνώμη· τρανή των πουλιών
για τον έρωτα η δύναμη, βλέπεις.
Και σ᾽ εμάς τα πουλιά βρίσκουν πάντα οι θνητοί
κάθε πράμα σπουδαίο και μεγάλο.
Εμείς δείχνουμε πρώτα την κάθε εποχή,
πότε είν᾽ άνοιξη, θέρος, χειμώνας·
710όταν κράζοντας φεύγει από δω ο γερανός
για να πάει στη Λιβύη, λέει να σπέρνουν·
και το ναύτη ορμηνεύει «γιά κρέμασε πια
το τιμόνι και ρίξ᾽ το στην ξάπλα»,
λέει στον κλέφτη «γιά φτιάσε ένα ρούχο, μωρέ,
να μην κρυώνεις και γδύνεις τον κόσμο».
Αλλ᾽ αργότερα έν᾽ άλλο πουλί μια εποχή
φανερώνει καινούρια, ο πετρίτης·
«ο ανοιξιάτικος κούρος να γίνει» θα πει
«των προβάτων». Σα δουν χελιδόνι,
τις χοντρές χειμωνιάτικες κάπες πουλούν
και λαφρύτερα ρούχα αγοράζουν.
Για σας Άμμωνας είμαστ᾽ εμείς και Δελφοί
και Δωδώνη κι Απόλλωνας μάντης.
Για να πιάσετε μια όποια δουλειά, την αρχή
για να κάμετε σε ό,τι και να ᾽ναι
—αγορά, εμπόριο, γάμο, ταξίδι—, πουλιά
μαντικά θα ρωτήσετε πρώτα.
Τα πουλιά είν᾽ οιωνοί και για τούτο οιωνό
λέτε κάθε σημάδι μαντείας·
720κάθε αντάμωμα ή φτάρνισμα, κάθε φωνή,
κι ένα σούσουρο ακόμα τυχαίο,
κι ένας δούλος ή γάιδαρος, όλα για σας,
είν᾽ οιωνοί, ναι, πουλιά μ᾽ άλλα λόγια.
Ε, τί λες; Τα πουλιά φανερά στους θνητούς
απολλώνιο δεν είναι μαντείο;
Ώστε τώρα, αν πιστέψετε εμάς για θεούς,
Μούσες θα ᾽χετε ευθύς μαντικές, να σας λεν
για τον κάθε καιρό, το ζεστό, τον ψυχρό,
για τη μέτρια την κάψα, για ανέμων πνοές·
κι ούτε δα θα το σκάμε ποτέ, στα ψηλά
σαν το Δία να καθόμαστε με όψη βαριά
μες στα σύννεφα· πάντα κοντά σας εμείς,
730στα παιδιά σας, στα εγγόνια, στους ίδιους εσάς
θα χαρίζουμε πλούτη και υγεία και ζωή,
νιάτα, ειρήνη, ξεφάντωμα, γέλια, χαρές,
του πουλιού θα σας δίνουμε ακόμα το γάλα.
Τόσο πλούσιοι θα γίνετε, τόσο πολλά
θα φορτώσουμε σ᾽ όλους εσάς αγαθά,
που θα λέτε «τί ασήκωτο βάρος!».
|