Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ

Ὕμνοι (5.93-5.142)

†ἁ μὲν ἀμφοτέραισι φίλον περὶ παῖδα λαβοῖσα
†μάτηρ μὲν γοερᾶν οἶτον ἀηδονίδων
95 ἆγε βαρὺ κλαίοισα, θεὰ δ᾽ ἐλέησεν ἑταίραν·
καί νιν Ἀθαναία πρὸς τόδ᾽ ἔλεξεν ἔπος·
«δῖα γύναι, μετὰ πάντα βαλεῦ πάλιν ὅσσα δι᾽ ὀργάν
εἶπας· ἐγὼ δ᾽ οὔ τοι τέκνον ἔθηκ᾽ ἀλαόν.
οὐ γὰρ Ἀθαναίᾳ γλυκερὸν πέλει ὄμματα παίδων
100ἁρπάζειν· Κρόνιοι δ᾽ ὧδε λέγοντι νόμοι·
ὅς κε τιν᾽ ἀθανάτων, ὅκα μὴ θεὸς αὐτὸς ἕληται,
ἀθρήσῃ, μισθῶ τοῦτον ἰδεῖν μεγάλω.
δῖα γύναι, τὸ μὲν οὐ παλινάγρετον αὖθι γένοιτο
ἔργον· ἐπεὶ Μοιρᾶν ὧδ᾽ ἐπένησε λίνα,
105 ἁνίκα τὸ πρᾶτόν νιν ἐγείναο· νῦν δὲ κομίζευ,
ὦ Εὐηρείδα, τέλθος ὀφειλόμενον.
πόσσα μὲν ἁ Καδμηὶς ἐς ὕστερον ἔμπυρα καυσεῖ,
πόσσα δ᾽ Ἀρισταῖος, τὸν μόνον εὐχόμενοι
παῖδα, τὸν ἁβατὰν Ἀκταίονα, τυφλὸν ἰδέσθαι.
110καὶ τῆνος μεγάλας σύνδρομος Ἀρτέμιδος
ἐσσεῖτ᾽· ἀλλ᾽ οὐκ αὐτὸν ὅ τε δρόμος αἵ τ᾽ ἐν ὄρεσσι
ῥυσεῦνται ξυναὶ τᾶμος ἑκαβολίαι,
ὁππόκα κοὐκ ἐθέλων περ ἴδῃ χαρίεντα λοετρά
δαίμονος· ἀλλ᾽ αὐταὶ τὸν πρὶν ἄνακτα κύνες
115 τουτάκι δειπνησεῦντι· τὰ δ᾽ υἱέος ὀστέα μάτηρ
λεξεῖται δρυμὼς πάντας ἐπερχομένα·
ὀλβίσταν δ᾽ ἐρέει σε καὶ εὐαίωνα γενέσθαι,
ἐξ ὀρέων ἀλαὸν παῖδ᾽ ὑποδεξαμέναν.
ὦ ἑτάρα, τῷ μή τι μινύρεο· τῷδε γὰρ ἄλλα
120τεῦ χάριν ἐξ ἐμέθεν πολλὰ μενεῦντι γέρα·
μάντιν ἐπεὶ θησῶ νιν ἀοίδιμον ἐσσομένοισιν,
ἦ μέγα τῶν ἄλλων δή τι περισσότερον.
γνωσεῖται δ᾽ ὄρνιχας, ὃς αἴσιος οἵ τε πέτονται
ἤλιθα καὶ ποίων οὐκ ἀγαθαὶ πτέρυγες.
125 πολλὰ δὲ Βοιωτοῖσι θεοπρόπα, πολλὰ δὲ Κάδμῳ
χρησεῖ, καὶ μεγάλοις ὕστερα Λαβδακίδαις.
δωσῶ καὶ μέγα βάκτρον, ὅ οἱ πόδας ἐς δέον ἀξεῖ·
δωσῶ καὶ βιότω τέρμα πολυχρόνιον,
καὶ μόνος, εὖτε θάνῃ, πεπνυμένος ἐν νεκύεσσι
130φοιτασεῖ, μεγάλῳ τίμιος Ἀγεσίλᾳ.»
ὣς φαμένα κατένευσε· τὸ δ᾽ ἐντελὲς ᾧ κ᾽ ἔπι νεύσῃ
Παλλάς, ἐπεὶ μώνᾳ Ζεὺς τόγε θυγατέρων
δῶκεν Ἀθαναίᾳ πατρώια πάντα φέρεσθαι,
λωτροχόοι, μάτηρ δ᾽ οὔτις ἔτικτε θεάν,
135 ἀλλὰ Διὸς κορυφά. κορυφὰ Διὸς οὐκ ἐπινεύει
ψεύδεα . . . . . . . . . . . . . . . . . . αι θυγάτηρ.
ἔρχετ᾽ Ἀθαναία νῦν ἀτρεκές· ἀλλὰ δέχεσθε
τὰν θεόν, ὦ κῶραι, τὦργον ὅσαις μέλεται,
σύν τ᾽ εὐαγορίᾳ σύν τ᾽ εὔγμασι σύν τ᾽ ὀλολυγαῖς.
140χαῖρε θεά, κάδευ δ᾽ Ἄργεος Ἰναχίω·
χαῖρε καὶ ἐξελάοισα, καὶ ἐς πάλιν αὖτις ἐλάσσαις
ἵππως, καὶ Δαναῶν κλᾶρον ἅπαντα σάω.

Με τα χέρια σφιχταγκάλιασε το γιο της
και γοερά σαν την αηδονομάνα
95άρχισε να θρηνεί. Τη σύντροφό της η θεά λυπήθηκε
και τότε η Αθηνά τούτα τής είπε:
«Θεϊκή γυναίκα πάρε πίσω όσα στην οργή σου
είπες, γιατί εγώ δεν τύφλωσα το γιο σου.
Η Αθηνά δεν χαίρεται το φως το αγαπημένο των παιδιών
100ν᾽ αρπάζει. Ετούτα τα ρυθμίζουν Κρόνιοι νόμοι.
Όποιος θνητός θα ιδεί κάποιον αθάνατο χωρίς τη θέλησή του,
θα το πληρώσει με μεγάλο τίμημα.
Θεϊκή γυναίκα, ετούτο που ᾽γινε πια δεν ξεγίνεται
αφού του ήτανε μοιροκλωσμένο
105από τη γέννησή του. Τώρα πάρε,
του Ευήρη γιε, την άξιαν αμοιβή σου.
Πόσα ζώα θα θυσιάσει ύστερα του Κάδμου η κόρη
και πόσα ο Αρισταίος κάνοντας ευχή, τον έφηβο
μοναχογιό τους τον Ακταίωνα να βλέπανε ακόμα και τυφλό.
110Κι εκείνος της μεγάλης Άρτεμης συγκυνηγός
θα είναι, όμως κι αυτόν ούτε οι τρεχάλες
ούτε τ᾽ ακόντια που αντάμα ρίξαν στα βουνά θα τον γλιτώσουν
την ώρα που άθελά του της θεάς τα ωραία λουτρά θα ιδεί.
Μα τα σκυλιά του, τον πριν λίγο αφεντικό τους
115θα τον δειπνήσουν. Και η μητέρα τα οστά του γιου της
θα τρέξει να μαζέψει μπαίνοντας σε πυκνά δάση.
Και τρισευτυχισμένη θα σε ειπεί και καλοζώητη
που υποδέχτηκες τυφλό το γιο σου απ᾽ τα βουνά.
Φίλη μου, μην τον κλαις. Σε τούτον άλλα
120πολλά προς χάρη σου καλά θα του χαρίσω.
Μάντη θα τον κάνω, τον πιο φημισμένο στους ερχόμενους,
που ανάμεσα στους άλλους θα ᾽ναι ο σπουδαιότερος.
Και θα γνωρίζει τα πουλιά αν για καλό πετάνε
και ποιά ανοίγουν τα φτερά για το κακό.
125Πολλούς χρησμούς στους Βοιωτούς, πολλούς στον Κάδμο
θα ειπεί, και στους μεγάλους Λαβδακίδες ύστερα.
Θα του δώσω και μεγάλη βακτηρία να οδηγεί τα πόδια του,
θα τον κάμω και πολύχρονο.
Κι όταν πεθάνει μόνο αυτός μες στους νεκρούς
130θα βλέπει, σεβαστός ακόμα κι από τον μεγάλον Αγεσίλα».
Ως είπε αυτά κατένευσε με το κεφάλι. Τελούνται όσα θα δεχτεί
η Παλλάδα. Από του Δία τις θυγατέρες
μόνο σ᾽ αυτή ο πατέρας της τις χάρες του έχει δώσει,
λουτράρισσες. Μητέρα τη θεά δεν την εγέννησε,
135μα η κεφαλή του Δία. Και του Δία η κεφαλή δεν συγκατανεύει
σε ψέματα [… εκθέτοντας τη θυγατέρα].
Έρχεται τώρα η Αθηνά. Να τη δεχτείτε
ω κόρες τη θεά, για το Άργος όσες νοιάζεστε,
με καλά λόγια και με προσευχές και με χαρές μεγάλες.
140Χαίρε θεά και φύλαγε το Άργος του Ιναχίου,
χαίρε κι όταν τ᾽ άλογά σου παίρνεις για να φύγεις, κι όταν ξανά τα οδηγείς στην πόλη μας,
κι ακέρια φύλαγε τη γη των Δαναών.