ΓΕΤ. Τί φρίκη! Εξήντα χέρια πρέπει να ᾽χω·
αυτό καταλαβαίνω. Εγώ για σένα
τα κάρβουνα συμπάω, μωρέ άνθρωπέ μου,
αλευρώνω, τα εντόσθια κομματιάζω,
ζυμώνω, κουβαλώ το ᾽να και τ᾽ άλλο,
550κι απ᾽ τον καπνό στραβός, παλεύω μόνος·
της γιορτής το γαϊδούρι εγώ ειμαι, λέω.
ΣΩΣ. Ε Γέτα! ΓΕΤ. Εμένα κράζουνε; Ποιός είναι;
ΣΩΣ. Εγώ. ΓΕΤ. Ποιός δηλαδή; ΣΩΣ. Δε βλέπεις;
ΓΕΤ. (τρίβοντας τα μάτια του) Βλέπω·
είσαι ο μικρός μου αφέντης. ΣΩΣ. Μα, γιά πες μου,
τί κάνετε εδώ πέρα; ΓΕΤ. Έχουμε κάμει
τώρα δα τη θυσία, και το τραπέζι
τοιμάζουμε για σας. ΣΩΣ. Η μάνα εδώ ᾽ναι;
ΓΕΤ. Από ώρα. ΣΩΣ. Κι ο πατέρας; ΓΕΤ. Όπου να ᾽ναι,
θά ᾽ρθει κι αυτός. Λοιπόν κι εσύ έλα μέσα.
ΣΩΣ. Θα κάμω πρώτα μια μικρή βολτίτσα.
Μπορεί να μού ᾽βγει σε καλό η θυσία·
θα πάω έτσι όπως είμαι να καλέσω
τ᾽ αγόρι εδώ από δίπλα στη θυσία,
560μαζί του και το δούλο του· σα λάβουν
μέρος στην τελετή, βοηθοί μου θα είναι
πιο θερμοί στο να πάρω το κορίτσι.
ΓΕΤ. Τί λες; Θα φέρεις κόσμο στο τραπέζι;
Δεν πάτε να είστε, λέω, και τρεις χιλιάδες;
Έτσι κι αλλιώς εγώ —καλά το ξέρω—
ούτε μπουκιά στο στόμα δε θα βάλω.
Πού να βρεθεί; Μαζέψτε όλο τον κόσμο·
έχετε δα προσφέρει για θυσία
ένα σφαχτό πανέμορφο στην όψη.
Αλλά οι κυράδες —τί χαριτωμένες!—
θα δώσουνε μερίδιο και σ᾽ εμένα;
570Μπα, μά τη Δήμητρα, ούτε λίγο αλάτι.
ΣΩΣ. Καλά θα πάνε σήμερα όλα, Γέτα.
Γυρίζει κατά το ιερό.
Μάντης σ᾽ αυτό θα γίνω, ω Πάνα, ο ίδιος·
σε προσκυνώ δα πάντα όταν περνάω,
και θα ᾽μαστε έτσι πάντα αγαπημένοι.
Φεύγει κατά το σπίτι του Γοργία· από του Κνήμωνα
βγαίνει η Σιμίκη, αλαλιασμένη.
|