Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ὀλυμπιονίκαις (6.64-6.84)


ἵκοντο δ᾽ ὑψηλοῖο πέ- [στρ. δ]
τραν ἀλίβατον Κρονίου
65ἔνθα οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον
μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν
ψευδέων ἄγνωτον, εὖτ᾽ ἂν
δὲ θρασυμάχανος ἐλθών
Ἡρακλέης, σεμνὸν θάλος Ἀλκαϊδᾶν, πατρί
ἑορτάν τε κτίσῃ πλειστόμβροτον τε-
θμόν τε μέγιστον ἀέθλων,
70Ζηνὸς ἐπ᾽ ἀκροτάτῳ βω-
μῷ τότ᾽ αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν.

ἐξ οὗ πολύκλειτον καθ᾽ Ἕλ- [ἀντ. δ]
λανας γένος Ἰαμιδᾶν·
ὄλβος ἅμ᾽ ἕσπετο· τιμῶντες δ᾽ ἀρετάς
ἐς φανερὰν ὁδὸν ἔρχονται· τεκμαίρει
χρῆμ᾽ ἕκαστον· μῶμος ἐξ ἄλ-
λων κρέμαται φθονεόντων
75τοῖς, οἷς ποτε πρώτοις περὶ δωδέκατον δρόμον
ἐλαυνόντεσσιν αἰδοία ποτιστά-
ξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν.
εἰ δ᾽ ἐτύμως ὑπὸ Κυλλά-
νας ὄρος, Ἁγησία, μάτρωες ἄνδρες

ναιετάοντες ἐδώρη- [ἐπῳδ. δ]
σαν θεῶν κάρυκα λιταῖς θυσίαις
πολλὰ δὴ πολλαῖσιν Ἑρμᾶν εὐσεβέως,
ὃς ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ᾽ ἀέθλων,
80Ἀρκαδίαν τ᾽ εὐάνορα τιμᾷ·
κεῖνος, ὦ παῖ Σωστράτου,
σὺν βαρυγδούπῳ πατρὶ κραίνει σέθεν εὐτυχίαν.
δόξαν ἔχω τιν᾽ ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας,
ἅ μ᾽ ἐθέλοντα προσέρπει καλλιρόαισι πνοαῖς.
ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμ-
φαλίς, εὐανθὴς Μετώπα,


Κι έφτασαν στον ψηλό [στρ. δ]
κι απόκρημνο βράχο του Κρόνου·
65εκεί διπλό τού χάρισε της μαντοσύνης θησαυρό:
πρώτα του ᾽δωσε τη φωνή ν᾽ ακούει
που ψέμα δεν γνωρίζει, κι έπειτα, όταν ο τολμηρός θα ᾽ρχόταν
Ηρακλής, των Αλκαϊδών το σεβαστό βλαστάρι, να καθιερώσει
την κοσμοσύχναστη για τον πατέρα του γιορτή
και των αγώνων τον τρανότατο θεσμό,
70τότε του παράγγειλε μαντείο να ιδρύσει
στην πιο ψηλή κορφή του βωμού του Δία.

Εκείθε και περίφημο εγίνη [αντ. δ]
μέσα στους Έλληνες των Ιαμιδών το γένος.
Τα πλούτη ακολουθήσανε, κι εκείνοι τις αρετές τιμώντας,
πορεύονται τον δρόμο τον λαμπρό· για τον καθένα
τα έργα μαρτυρούν· από τους φθονερούς
κρέμεται η κατηγόρια
75γι᾽ αυτούς που πρώτοι φτάσανε στη δωδεκάτη διαδρομή
με το άρμα, και η σεβάσμια Χάρις σταλάζει
τη δοξασμένη τους μορφή.
Αν, Αγησία, οι συγγενείς, αλήθεια, απ᾽ τη μεριά της μάνας σου,
που κατοικούν στα ριζοβούνια της Κυλλήνης,

εδώρισαν πολλές θυσίες και λιτανείες, [επωδ. δ]
με ευσέβεια στον Ερμή, των θεών τον κήρυκα,
που τους αγώνες κυβερνάει κι απονέμει τα βραβεία
80και τιμά και την Αρκαδία με τα γενναία παλικάρια·
εκείνος, του Σωστράτου γιε,
μαζί με τον βροντερό πατέρα την ευτυχία σου ασφαλίζει.
Θαρρώ πως έχω κάποιο ακόνι γλυκόλαλο στη γλώσσα μου απάνω
και με τη θέλησή μου με πάει εκεί που όμορφα ρέει η έμπνευσή μου.
Της μητέρας μου η μητέρα, η ανθηρή Μετώπη από τη Στύμφαλο,