Κι έφτασαν στον ψηλό [στρ. δ]
κι απόκρημνο βράχο του Κρόνου·
65εκεί διπλό τού χάρισε της μαντοσύνης θησαυρό:
πρώτα του ᾽δωσε τη φωνή ν᾽ ακούει
που ψέμα δεν γνωρίζει, κι έπειτα, όταν ο τολμηρός θα ᾽ρχόταν
Ηρακλής, των Αλκαϊδών το σεβαστό βλαστάρι, να καθιερώσει
την κοσμοσύχναστη για τον πατέρα του γιορτή
και των αγώνων τον τρανότατο θεσμό,
70τότε του παράγγειλε μαντείο να ιδρύσει
στην πιο ψηλή κορφή του βωμού του Δία.
Εκείθε και περίφημο εγίνη [αντ. δ]
μέσα στους Έλληνες των Ιαμιδών το γένος.
Τα πλούτη ακολουθήσανε, κι εκείνοι τις αρετές τιμώντας,
πορεύονται τον δρόμο τον λαμπρό· για τον καθένα
τα έργα μαρτυρούν· από τους φθονερούς
κρέμεται η κατηγόρια
75γι᾽ αυτούς που πρώτοι φτάσανε στη δωδεκάτη διαδρομή
με το άρμα, και η σεβάσμια Χάρις σταλάζει
τη δοξασμένη τους μορφή.
Αν, Αγησία, οι συγγενείς, αλήθεια, απ᾽ τη μεριά της μάνας σου,
που κατοικούν στα ριζοβούνια της Κυλλήνης,
εδώρισαν πολλές θυσίες και λιτανείες, [επωδ. δ]
με ευσέβεια στον Ερμή, των θεών τον κήρυκα,
που τους αγώνες κυβερνάει κι απονέμει τα βραβεία
80και τιμά και την Αρκαδία με τα γενναία παλικάρια·
εκείνος, του Σωστράτου γιε,
μαζί με τον βροντερό πατέρα την ευτυχία σου ασφαλίζει.
Θαρρώ πως έχω κάποιο ακόνι γλυκόλαλο στη γλώσσα μου απάνω
και με τη θέλησή μου με πάει εκεί που όμορφα ρέει η έμπνευσή μου.
Της μητέρας μου η μητέρα, η ανθηρή Μετώπη από τη Στύμφαλο,
|