450Έτσι είπε. Όμως του Άρη την καρδιά του γενναιόψυχου δεν έπειθε.
Έβγαλε εκείνος δυνατή ιαχή, κραδαίνοντας τα όπλα του ίδια με φλόγα,
ορμητικά εφόρμησε στο δυνατό Ηρακλή
να τον σκοτώσει λαχταρώντας. Και του ᾽ριξε τα χαλκό κοντάρι,
άγρια θυμωμένος για το γιο του που σκοτώθηκε,
απάνω στη μεγάλη ασπίδα. Μα η Αθηνά η αστραπόματη
άλλαξε την ορμή του κονταριού απλώνοντας το χέρι της απ᾽ τ᾽ άρμα.
Λύπη σφοδρή κυρίεψε τον Άρη. Το αιχμηρό το ξίφος τράβηξε
κι όρμησε στον κρατερόψυχο Ηρακλή. Κι αυτόν, καθώς ερχόταν εναντίον του,
ο γιος του Αμφιτρύωνα, ο αχόρταγος για τον αλαλαγμό τον φοβερό,
460στο μηρί τον χτύπησε με δύναμη, σαν φάνηκε γυμνό
κάτω απ᾽ την πλουμιστή ασπίδα. Βαθιά τη σάρκα του την έσκισε
το δόρυ του κινώντας, τον έριξε καταμεσής στο χώμα.
Ο Φόβος και ο Δείμος ευθύς στον Άρη οδήγησαν κοντά το άρμα
το καλότροχο και τ᾽ άλογα, από τη γη τον σήκωσαν
που ᾽χει πλατιούς τους δρόμους και τον έβαλαν στο πολυποίκιλτο άρμα.
Ευθύς κατόπιν τ᾽ άλογα μαστίγωσαν τραβώντας στον ψηλό τον Όλυμπο.
Και της Αλκμήνης το παιδί κι ο ξακουστός Ιόλαος,
απ᾽ του Κύκνου αφαίρεσαν τους ώμους τα ωραία όπλα
κι έφυγαν. Κι αμέσως έπειτα στην πόλη της Τραχίνας ήρθανε
470με τ᾽ άλογα τα γοργοπόδαρα. Και η αστραπόματη Αθηνά
έφτασε στον μεγάλο Όλυμπο και τα παλάτια του πατέρα της.
Τον Κύκνο πάλι ο Κήυκας τον έθαψε και πλήθος ατελείωτο,
που κατοικούσε στην πόλη του φημισμένου βασιλιά κοντά,
[στην Άνθη, την ξακουστή των Μυρμιδόνων πόλη, την Ιωλκό,
την Άρνη, την Ελίκη. Πλήθος λαός μαζεύτηκε,]
τον Κήυκα τιμώντας, τον ευνοούμενο των μακαρίων θεών.
Τον τάφο του Κύκνου και τον τύμβο αφάνισε ο Άναυρος,
φουσκωμένος με τις χειμωνιάτικες βροχές. Έτσι τον διέταξε
ο Απόλλωνας ,της Λητώς ο γιος, αφού ο Κύκνος παραμόνευε
και βίαια λήστευε αυτούς που οδηγούσαν στην Πυθώ
480τις μεγαλόπρεπες των εκατό βοδιών θυσίες.
|