Τελειώνοντας, δίνει στο χέρι της την κούπα με γλυκό κρασί,
και χάρηκε η θεά τον φρόνιμο και δίκαιο τρόπο του,
που την προτίμησε προσφέροντας σ᾽ εκείνη πρώτα
το μαλαματένιο κύπελλο.
Ύστερα την ευχή της ύψωσε στον μέγα Ποσειδώνα:
«Επάκουσε, ω Ποσειδώνα, κραταιέ της γης· μην αρνηθείς
να γίνουν έργα οι ευχές που σου αναθέτουμε.
Πρώτα στον Νέστορα, στους γιους του Νέστορα, χάρισε δόξα και τιμή,
μετά στους άλλους δώσε πληρωμή χαριτωμένη,
στους Πύλιους όλους, που προσφέρουν τη λαμπρή εκατόμβη.
60Και δέξου ακόμη, ο Τηλέμαχος κι εγώ γυρίζοντας, να ᾽χει εκτελέσει
ό,τι μας έφερε στα μέρη αυτά, με το ταχύπλοο μαύρο καράβι.»
Τέτοια η ευχή της στον θεό, αλλά κι η ίδια προνοούσε
να ᾽χουν τα πάντα αίσιο τέλος.
Έπειτα δίνει στον Τηλέμαχο δίδυμη κούπα ωραία,
κι ύψωσε αυτός με τη σειρά του, ο ακριβός του Οδυσσέα ο γιος,
δική του ευχή.
Κι όπως είχαν ψηθεί τα πάνω κρέατα, απ᾽ τη φωτιά τραβώντας τα
τα ᾽κοψαν σε μερίδες, και τρώγοντας μοιράστηκαν θαυμάσιο γεύμα.
Όταν εκόρεσαν τον πόθο τους για το φαΐ, για το πιοτό,
τον λόγο πήρε μεταξύ τους πρώτος ο ιππικός Γερήνιος Νέστωρ.
«Είναι νομίζω η καλύτερη στιγμή τώρα να τους ρωτήσουμε,
70που χάρηκαν το φαγητό οι ξένοι, να μάθουμε ποιοι τέλος πάντων είναι.
Ω ξένοι, ποιοι είστε; από πού αρμενίζοντας, εδώ
σας έφερε ο θαλάσσιος δρόμος σας;
Εμπόριο ίσως; μήπως την τύχη κυνηγάτε; όπως οι πειρατές
που τριγυρνούν στα πέλαγα, παίζοντας την ψυχή τους,
στον ξένο κόσμο όμως προξενώντας βλάβη.»
Ο φρόνιμος τότε Τηλέμαχος πήρε κουράγιο κι αποκρίθηκε —
η ίδια η θεά Αθηνά μέσα του στάλαξε το θάρρος,
για να ρωτήσει τι απόγινε ο πατέρας του που λείπει τόσα χρόνια,
κι ακόμη να κερδίσει ο νέος κλέος, να μάθει ο κόσμος τ᾽ όνομά του:
«Νέστορα του Νηλέα, δόξα λαμπρή των Αχαιών,
80αφού ρωτάς να μάθεις την καταγωγή μας, θα την πω.
Ερχόμαστε από την Ιθάκη, στη ρίζα του όρους Νήιο.
Δική μου η υπόθεση, όχι δημόσια, που θα τη φανερώσω:
ψάχνω για τη μεγάλη φήμη του πατέρα μου, ίσως και κάτι ακούσω·
του θεϊκού, καρτερικού Οδυσσέα που λένε κάποτε,
στον πόλεμο μαζί σου, το κάστρο πάτησε των Τρώων.
Γιατί όλοι οι άλλοι, όσοι πολέμησαν τότε σκληρά τους Τρώες,
έχουμε μάθει πού ο καθένας χάθηκε, τον όλεθρό του·
μόνο εκείνου τον χαμό ο γιος του Κρόνου
τον κρατεί κρυφό κι αγνώριστο· κανείς δεν έχει να μας πει ακριβώς
πώς αφανίστηκε· αν στη στεριά τον δάμασαν
90άνδρες εχθροί· ή αν τον έπνιξαν τα κύματα της Αμφιτρίτης
καταμεσής στο πέλαγος.
Γι᾽ αυτό κι εγώ προσπέφτω τώρα εδώ στα γόνατά σου·
μήπως θελήσεις τον φριχτό χαμό του να μου πεις, ανίσως
τον αντίκρισες με τα δικά σου μάτια, ή αν τον άκουσες
να τον διηγείται κάποιος περιπλανώμενος —
ω ναι, η μάνα του πατέρα μου τον γιο της γέννησε πιο δύστυχο
παρά κανέναν άλλο.
Γι᾽ αυτό μη λυπηθείς και, συμπονώντας με, τα λόγια σου γλυκάνεις·
μίλησε ελεύθερα, πες μου να μάθω όσα τα ίδια σου τα μάτια αντίκρισαν.
Σε ικετεύω· αν κάποτε ο πατέρας μου, ο τιμημένος Οδυσσέας,
κάτι σπουδαίο κατόρθωσε με λόγο ή έργο, εκεί στης Τροίας τη χώρα,
100όπου εσείς οι Αχαιοί ζήσατε τόσα πάθη,
αυτά θυμήσου τώρα και πες μου την αλήθεια.»
|