ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ ΧΟΡΟΣ
720Τρέμω σύγκορμη τη σπιτοκαταλύτρα
τη φριχτή θεά, που με θεούς δε μοιάζει,
την αλάθευτη της συμφοράς μηνύτρα
Ερινύα, που ενός γονιού η κατάρα κράζει,
μην τις ξώφρενες ευχές σε τέλος βγάλει
πόκαμε στο νου του ο Οιδίποδας τη βλάβη·
γιατ᾽ η αμάχη αυτή σπρώχνει τα δυο παιδιά του
μες στ᾽ αφεύγατα τα βρόχια του θανάτου.
Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος, που ήρθε
από της Σκυθίας —ο Χάλυβας— τα μέρη,
που κλερονομιές και χτήματα μοιράζει,
730ο σκληρόκαρδος, με σίδερο στο χέρι
και τα ζάρια του μ᾽ απόφαση τινάζει,
τόση να κρατούν στην κατοχή τους χώρα
όσο τόπο γης θα πιάνουν πεθαμένοι,
τους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι.
Κι όταν θα πέσουν νεκροί
ο ένας απ᾽ τ᾽ άλλου σφαγμένος το χέρι
και το μαυρόπηχτο το αίμα τους πιει
το ξερό χώμα της γης,
ποιός καθαρμούς θα προσφέρει;
ποιός θα τους λούσει;
740ω των σπιτιών τους νέες συμφορές
που σ᾽ ένα σμίγετε με τις παλιές!
Την αμαρτία λογιάζω την παλιά
τη γοργοπληρωμένη, μα που μένει
ακόμα κι ώς την τρίτη τη γενιά:
όταν ο Λάιος στο πείσμα
του Απόλλωνα, που του ᾽πε τρεις φορές
απ᾽ τα μεσόμφαλα μαντεία τα Πυθικά,
αν θέλ᾽ η Θήβα να σωθεί από συμφορές,
να μην αφήσει πίσω του παιδιά.
750Μ᾽ απ᾽ το γλυκό νικήθηκε ξεπλάνεμα
και γέννησε τον ίδιο θάνατό του,
τον πατροχτόνο γιο του
Οιδίποδα, που τόλμησε
μες στο ιερό της μάνας του χωράφι,
που η ύπαρξή του εθράφη,
ρίζα να σπείρει στο αίμα ποτισμένη.
—Μια τρέλα τους ζευγάρωσε τους νιόγαμπρους
σ᾽ ώρα οργισμένη!
Και τώρα σα μια θάλασσα από συμφορές
το ᾽να της κύμα πέφτει κι ευτύς άλλο
τρίκορφο πιο μεγάλο
760σηκώνεται, που ολόγυρα
στην πρύμνα μας με βρουχησμό κοχλάζει,
ενώ στη μέση βάζει
το φτενό ο πύργος φράχτη μου γι᾽ απαντοχή μας·
και τρέμω, με τους βασιλιάδες της
κι η πόλη μη χαθεί η δική μας.
|