Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

Πέρσαι (598-622)


ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΒΑ. φίλοι, κακῶν μὲν ὅστις ἔμπειρος κυρεῖ,
ἐπίσταται βροτοῖσιν ὡς, ὅταν κλύδων
600 κακῶν ἐπέλθῃ, πάντα δειμαίνειν φίλον,
ὅταν δ᾽ ὁ δαίμων εὐροῇ, πεποιθέναι
τὸν αὐτὸν αἰὲν ἄνεμον οὐριεῖν τύχας.
ἐμοὶ γὰρ ἤδη πάντα μὲν φόβου πλέα·
ἐν ὄμμασιν τἀνταῖα φαίνεται θεῶν,
605 βοᾷ δ᾽ ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος·
τοία κακῶν ἔκπληξις ἐκφοβεῖ φρένας.
τοιγὰρ κέλευθον τήνδ᾽ ἄνευ τ᾽ ὀχημάτων
χλιδῆς τε τῆς πάροιθεν ἐκ δόμων πάλιν
ἔστειλα, παιδὸς πατρὶ πρευμενεῖς χοὰς
610 φέρουσ᾽, ἅπερ νεκροῖσι μειλικτήρια,
βοός τ᾽ ἀφ᾽ ἁγνῆς λευκὸν εὔποτον γάλα,
τῆς τ᾽ ἀνθεμουργοῦ στάγμα, παμφαὲς μέλι,
λιβάσιν ὑδρηλαῖς παρθένου πηγῆς μέτα,
ἀκήρατόν τε μητρὸς ἀγρίας ἄπο
615 ποτόν, παλαιᾶς ἀμπέλου γάνος τόδε·
τῆς τ᾽ αἰὲν ἐν φύλλοισι θαλλούσης βίον
ξανθῆς ἐλαίας καρπὸς εὐώδης πάρα,
ἄνθη τε πλεκτά, παμφόρου γαίας τέκνα.
ἀλλ᾽, ὦ φίλοι, χοαῖσι ταῖσδε νερτέρων
620 ὕμνους ἐπευφημεῖτε, τόν τε δαίμονα
Δαρεῖον ἀνακαλεῖσθε, γαπότους δ᾽ ἐγὼ
τιμὰς προπέμψω τάσδε νερτέροις θεοῖς.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Όποιος γνωρίζει, φίλοι μου, από δυστυχίες,
ξέρει πως όταν των κακών ξεσπάσ᾽ η μπόρα,
600οι άνθρωποι το ᾽χουν κάθε τι να τους τρομάζει·
ενώ σαν τους τα φέρνει ο θεός δεξιά, πιστεύουν
πως πάντα ο ίδιος πρίμος θα φυσά της τύχης.
Έτσι όλα τώρα είναι για με φόβο γιομάτα·
στα μάτια εμπρός μου των θεών προβάλλ᾽ η έχθρα
κι όχι χαρμόσυνος ψαλμός βουΐζει στ᾽ αυτιά μου.
Γι᾽ αυτό εδώ τώρα ξαναβγήκ᾽ απ᾽ το παλάτι
χωρίς τ᾽ αμάξια και τα μεγαλεία τα πρώτα,
χοές να φέρω πρόθυμα που εξευμενίζουν
610τους πεθαμένους, για του γιου μου τον πατέρα·
άσπρο καθάριο από άζευχτη γάλ᾽ αγελάδα
κι απόσταγμα της ανθοεργάτρας, ξανθό μέλι,
μαζί με τρεξιμιό νερό πηγής παρθένας,
κι αυτό τ᾽ ανάμα τ᾽ άδολο απ᾽ άγρια μάνα
καμάρι κι αναγάλλιασμα παλιού κλημάτου,
κι ακόμα της σταχτόχλωρης ελιάς, που πάντα
μες στα φύλλα της ζει, καρπόν ευωδιασμένο
κι άνθη πλεχτά, παιδιά της γης της παντοθρόφας.
Μα εσείς, ω φίλοι, με ύμνους των νεκρών αυτές μου
620τις χοές συνοδεύετε και του Δαρείου
το πνεύμα κράξετε στο φως, ενώ θα στέλλω
τις προσφορές μου εγώ στους θεούς του κάτω κόσμου.