ΙΦΙ. Στον Αγαμεμνονίδη Ορέστη πες:
«Νά τί σου παραγγέλνει η Ιφιγένεια,
770εκείνη που τη σφάζαν στην Αυλίδα,
που ζει, κι αυτού περνά για πεθαμένη...»
ΟΡΕ. Και πού είναι; ξαναγύρισε απ᾽ τον Άδη;
ΙΦΙ. Αυτή που τώρα βλέπεις· μη με κόβεις.
«Από τη γη τη βάρβαρη, αδερφέ μου,
πάρε με πίσω στο Άργος πριν πεθάνω,
κι από τ᾽ αξίωμα που ᾽χω απάλλαξε με,
για τη θεά τους ξένους να θυσιάζω...»
ΟΡΕ. Τί να πω; Πού βρισκόμαστε, Πυλάδη;
ΙΦΙ. «Κατάρα, αλλιώς, στο σπίτι σου θα γίνω,
Ορέστη», ξαναλέω, για να θυμάσαι
τ᾽ όνομά του. ΟΡΕ. Θεοί! ΙΦΙ. Γιατί τους κράζεις,
780τους θεούς σ᾽ ένα δικό μου ζήτημα; ΟΡΕ. Όχι,...
ο νους μου πήγε αλλού· για εξακολούθει.
Κι ανερώτητα, απίστευτα θ᾽ ακούσω.
ΙΦΙ. Μ᾽ έσωσε, πες του, η Άρτεμη· έβαλε ένα
ελάφι αντίς για μένα· αυτό ο πατέρας
έσφαξε, και θαρρούσε, στο κορμί μου
το κοφτερό πως έμπηγε μαχαίρι·
η θεά μ᾽ έφερε δω. Η παραγγελιά μου
αυτή ᾽ναι· αυτά, γραμμένα και στο γράμμα.
ΠΥΛ. Ω εσύ, που μ᾽ εύκολο όρκο μ᾽ έχεις δέσει
κι έδωσες έξοχο όρκο η ίδια, αμέσως
790ό,τι έταξα θα κάμω· δε θ᾽ αργήσω.
Σου φέρνω και σου δίνω, Ορέστη, γράμμα
που η αδερφή σου, τούτη δω, σου στέλνει.
ΟΡΕ. Ευχαριστώ, μα αφήνοντας το γράμμα
έμπραχτα τη χαρά θα νιώσω πρώτα.
Γλυκιά αδερφή, κατάπληχτος σε παίρνω
στα χέρια μου —και τα ίδια δεν πιστεύουν—
κι ευφραίνομαι απ᾽ το θάμα που έχω μάθει.
ΚΟΡ. Ξένε, κακό την ιέρεια να μολύνεις,
τ᾽ ανέγγιχτά της πέπλα ν᾽ αγκαλιάζεις.
800ΟΡΕ. Του Αγαμέμνονα κόρη, του γονιού μου,
αδερφή, μη γυρίζεις απ᾽ την άλλη,
που ανέλπιστα έχεις, νά, τον αδερφό σου.
ΙΦΙ. Εγώ αδερφό μου εσένα; πάψε, σώπα·
τ᾽ Άργος και τη Ναυπλία γεμίζει εκείνος.
ΟΡΕ. Δεν είναι εκεί, καημένη, ο αδερφός σου.
ΙΦΙ. Τί; η κόρη του Τυνδάρεου μάνα σου είναι;
ΟΡΕ. Κι ο γιος του γιου του Πέλοπα γονιός μου.
ΙΦΙ. Τί λες; μπορείς γι᾽ αυτά να πεις σημάδια;
ΟΡΕ. Ναι· για το γονικό μας ρώτησέ με.
810ΙΦΙ. Καλά· να λες εσύ, κι εγώ ν᾽ ακούω.
ΟΡΕ. Πρώτα όσα μου ᾽χει πει η Ηλέκτρα. Ξέρεις
πως μάλωσε ο Ατρέας με το Θυέστη;
ΙΦΙ. Για το χρυσό τ᾽ αρνί· ναι, το ᾽χω ακούσει.
ΟΡΕ. Το ιστόρισες αυτό μες στα υφαντά σου;
ΙΦΙ. Ξυστά περνάς, καλέ μου, απ᾽ την καρδιά μου.
ΟΡΕ. Κι άλλο πλουμί; ν᾽ αλλάζει δρόμο ο ήλιος;
ΙΦΙ. Ναι, το ύφαναν κι αυτό τα νήματά μου.
ΟΡΕ. Για την Αυλίδα ξεκινώντας πήρες
νερό απ᾽ τη μάνα για λουτρό του γάμου;
ΙΦΙ. Γάμου ευτυχία δεν το ᾽σβησε απ᾽ το νου μου.
820ΟΡΕ. Κι έστειλες στη μητέρα τα μαλλιά σου;
ΙΦΙ. Να μπουν στον τάφο αντίς για το κορμί μου.
ΟΡΕ. Και τώρα τα σημάδια που είδα ο ίδιος:
Στο σπίτι του πατέρα, την παλιά
του Πέλοπα τη λόγχη, που μ᾽ εκείνη
—στα χέρια παίζοντας την— τον Οινόμαο
σκότωσε, και γυναίκα του έγινε έτσι
της Πίσας η παρθένα, η Ιπποδάμεια·
μες στην παρθενική σου κάμαρα είναι.
|