ΤΡΙΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ ΘΕΡΑΠΩΝ
630Ω τέκνα, χαίρετε· πού ο γέροντας Ιόλαος
και πού η μητέρα του πατρός σας λείπει εδώθες;
ΙΟΛ. Εδώ ᾽μαστε, κι ας είναι η παρουσία μου τέτοια.
ΘΕΡ. Τί κείτεσ᾽ έτσι και την όψη έχεις θλιμμένη;
ΙΟΛ. Κάποιο δυστύχημα βρήκε όλη τη γενιά μας.
ΘΕΡ. Τώρα σηκώσου κι όρθωσε την κεφαλή σου!
ΙΟΛ. Είμαστε γέροι και καθόλου δεν βαστάμε.
ΘΕΡ. Μα έρχομ᾽ εδώ χαρά μεγάλη φέρνοντάς σε.
ΙΟΛ. Ποιός είσαι; πού σ᾽ αντάμωσα και το ξεχνάω;
ΘΕΡ. Σκλάβος του Ύλλου· βλέποντάς με δεν με γνωρίζεις;
640ΙΟΛ. Καλέ μου, από τη δυστυχιά ήρθες να με σώσεις;
ΘΕΡ. Ναι· και σε ανθρώπους που ᾽ναι τώρα ευτυχισμένοι.
ΙΟΛ. Ω άξιου παιδιού μητέρα, εσένα, Αλκμήνη, κράζω·
έβγα ν᾽ ακούσεις τα γλυκύτατα αυτά λόγια!
Τόσον καιρό για τους διωγμένους σου πονώντας
έλιωνες, αν θενα γυρνούσαν στην πατρίδα.
ΑΛΚΜΗΝΗ (βγαίνοντας από μέσα)
Ποιός έτσι γέμισε από αλαλαγμούς τον τόπο;
Μήπως κανένας κήρυκας απ᾽ τ᾽ Άργος πάλι
απλώνει απάνω σου; κι αν είναι η δύναμή μου
λίγη, όμως πρέπει, ω ξένε συ, να ξέρεις ότι,
650όσο εγώ ζω, κανέναν απ᾽ αυτούς δεν παίρνεις!
αλλιώς, ας μη λογιέμαι πια μητέρα εκείνου!
κι αν κάποιον απ᾽ αυτούς τον ᾽γγίσεις με το χέρι,
με δυο γερόντους δεν θα καλοπολεμήσεις!
ΙΟΛ. Θάρρος, γερόντισσα· μην τρέμεις· δεν μας ήρθε
απ᾽ τ᾽ Άργος κήρυκας γεμάτος με φοβέρες.
ΑΛΚ. Τότες γιατί έβγανες φωνή που εφόβισέ με;
ΙΟΛ. Για νά ᾽βγεις έξω απ᾽ τον ναόν εδώ σιμά μας.
ΑΛΚ. Αυτό δεν το ᾽ξερα· ποιός λοιπόν είναι τούτος;
ΙΟΛ. Φέρνει την είδηση πως ήρθε ο γιος του γιου σου.
660ΑΛΚ. Χαίρε και συ, καλέ, γι᾽ αυτήν την είδησή σου!
όμως γιατί, ενώ πάτησε στα σύνορά μας,
δεν φαίνεται; ποιά συφορά έχει τον μποδίσει
μ᾽ εσέ φερμένος την ψυχή μου να μου ανοίξει;
ΘΕΡ. Καθίζει τον στρατό του και τον παρατάζει.
ΑΛΚ. Γι᾽ αυτό το πράμα εμένα λόγος δεν μου πέφτει.
ΙΟΛ. Πώς όχι; μα δικό μου είναι έργο να ξετάσω.
|