Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Ἑλένη (734-760)


ΜΕ. ἄγ᾽, ὦ γεραιέ, πολλὰ μὲν παρ᾽ ἀσπίδα
735μοχθήματ᾽ ἐξέπλησας ἐκπονῶν ἐμοί,
καὶ νῦν μετασχὼν τῆς ἐμῆς εὐπραξίας
ἄγγειλον ἐλθὼν τοῖς λελειμμένοις φίλοις
τάδ᾽ ὡς ἔχονθ᾽ ηὕρηκας οὗ τ᾽ ἐσμὲν τύχης,
μένειν τ᾽ ἐπ᾽ ἀκταῖς τούς τ᾽ ἐμοὺς καραδοκεῖν
740ἀγῶνας οἳ μένουσί μ᾽, ὡς ἐλπίζομεν,
εἰ τήνδε πως δυναίμεθ᾽ ἐκκλέψαι χθονός,
φρουρεῖν ‹θ᾽› ὅπως ἂν εἰς ἓν ἐλθόντες τύχης
ἐκ βαρβάρων σωθῶμεν, ἢν δυνώμεθα.
ΑΓ. ἔσται τάδ᾽, ὦναξ, ἀλλά τοι τὰ μάντεων
745ἐσεῖδον ὡς φαῦλ᾽ ἐστὶ καὶ ψευδῶν πλέα.
οὐδ᾽ ἦν ἄρ᾽ ὑγιὲς οὐδὲν ἐμπύρου φλογὸς
οὐδὲ πτερωτῶν φθέγματ᾽· εὔηθες δέ τοι
τὸ καὶ δοκεῖν ὄρνιθας ὠφελεῖν βροτούς.
Κάλχας γὰρ οὐκ εἶπ᾽ οὐδ᾽ ἐσήμηνε στρατῶι
750νεφέλης ὑπερθνήισκοντας εἰσορῶν φίλους
οὐδ᾽ Ἕλενος, ἀλλὰ πόλις ἀνηρπάσθη μάτην.
εἴποις ἄν, οὕνεχ᾽ ὁ θεὸς οὐκ ἠβούλετο.
τί δῆτα μαντευόμεθα; τοῖς θεοῖσι χρὴ
θύοντας αἰτεῖν ἀγαθά, μαντείας δ᾽ ἐᾶν·
755βίου γὰρ ἄλλως δέλεαρ ηὑρέθη τόδε,
κοὐδεὶς ἐπλούτησ᾽ ἐμπύροισιν ἀργὸς ὤν·
γνώμη δ᾽ ἀρίστη μάντις ἥ τ᾽ εὐβουλία.
ΧΟ. ἐς ταὐτὸ κἀμοὶ δόξα μάντεων πέρι
χωρεῖ γέροντι· τοὺς θεοὺς ἔχων τις ἂν
760φίλους ἀρίστην μαντικὴν ἔχοι δόμοις.


ΜΕΝ. Μόχθους πολλούς μαζί μου πολεμώντας
πέρασες, γέρο· τώρα, έλα, μοιράσου
την ευτυχία μου· τρέξε στους συντρόφους
που μας απόμειναν και πες τα νέα·
πώς είναι εδώ τα πράγματα· ας προσμένουν
έτοιμοι στον γιαλό για τους αγώνες
740που ᾽χω να κάνω ακόμη, αν θα μπορέσω,
καθώς ελπίζω, ετούτην απ᾽ τη χώρα
ν᾽ αρπάξω· ας αγρυπνούν κι όλοι ενωμένοι,
σε μια σμίγοντας τύχη, απ᾽ τους βαρβάρους
κάποιο να βρούμε τρόπο να σωθούμε.
ΑΓΓ. Θα γίνουν, βασιλιά μου αυτά· μα βλέπω
κούφια τη μαντική, ψευτιές γεμάτη.
Με τη φωτιά και τα πουλιά μαντείες
τίποτα δεν αξίζουν· αν πιστεύεις
πως τα πουλιά ωφελούνε τους ανθρώπους,
ανόητος είσαι. Ο Κάλχας στον στρατό μας
δεν μίλησε καθόλου, κι ας θωρούσε
750να χάνονται οι δικοί του για έναν ίσκιο·
κουρσέψαν ανωφέλευτα τη χώρα·
θα πεις, δεν το ᾽θελε ο θεός· και γιατί τότε
πηγαίνουμε στους μάντεις; Όταν κάνεις
θυσίες στους θεούς, να τους γυρεύεις
τα καλά μόνο κι άσε τις μαντείες·
ξεγέλασμα είναι στη ζωή· κανένας
δεν πλούτισε μ᾽ αυτές όντας τεμπέλης·
σωστό μυαλό και νους, νά σοφός μάντης.
(Φεύγει ο αγγελιαφόρος.)
ΧΟΡ. Στα όσα είπε ο γέρος συμφωνώ· άμα
κερδίσεις τους θεούς, στο σπιτικό σου
760την πιο μεγάλη μαντική έχεις μπάσει.