ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Εκάβη, πώς αργείς και δεν έρχεσαι
να θάψεις την κόρη σου; Μου μήνυσες
με τον Ταλθύβιο, κανείς απ᾽ τον στρατό μας
να μην την αγγίξει. Όπως το θέλησες,
ανέγγιχτη, την έχουμε αφήσει.
Όμως εσύ χασομεράς και το γιατί
730δεν το καταλαβαίνω.
Ήρθα, λοιπόν, για να σε στείλω εκεί·
εκεί, τέλειωσαν όλα καλά, — αν μπορούμε να πούμε
πως υπάρχει κάτι καλό σ᾽ όλα τούτα.
Μα… για στάσου! Ποιός είναι πάλι τούτος
ο νεκρός Τρωαδίτης που αντικρίζω
μπροστά στις σκηνές; Γιατί απ᾽ τη φορεσιά του
φαίνεται πως δεν είναι Αχαιός.
ΕΚΑΒΗ (μονολογεί.)
Δύστυχη Εκάβη, με τον εαυτό μου
μιλώ, τί από τα δυο να πράξω;
Στα πόδια να προσπέσω του Αγαμέμνονα,
ή σιωπηλά τις συμφορές μου να υπομείνω;
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τί κλαις σκυφτή, γυρνώντας μου τις πλάτες
740και δεν μου λες το τί συμβαίνει; Αυτός ποιός είναι;
ΕΚΑΒΗ
Αν μ᾽ αποδιώξει, λογίζοντάς με σκλάβα
κι οχτρό του, μια πίκρα παραπάνω.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Δεν είμαι μάντης, για να μπορέσω να βρω,
δίχως ν᾽ ακούσω, το τί έχεις στο μυαλό σου.
ΕΚΑΒΗ
Μήπως κι η έχθρα του είναι δική μου ιδέα
μονάχα, κι ο ίδιος διόλου δεν μ᾽ εχθρεύεται;
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Αν θέλεις να μη μάθω τίποτα,
είμαστε σύμφωνοι· ούτ᾽ εγώ θέλω ν᾽ ακούσω.
ΕΚΑΒΗ
Χωρίς τη δική του βοήθεια, είν᾽ αδύνατο
750να πάρω εκδίκηση. Τί τα κλωθογυρίζω;
Χρειάζεται τόλμη, πετύχω δεν πετύχω.
Στα γόνατά σου προσπέφτω, βασιλιά,
το γένι σου αγγίζω, το καλότυχό σου χέρι.
|