Αφού έφυγε ο Ηρακλής για να πάει στον τάφο, επιστρέφουν, χωρίς να τον συναντήσουν, ο Άδμητος και ο Χορός.
ΑΔΜ. Αχ, τί στράτα ειν᾽ αυτή προς το σπίτι! Φριχτή
κι η όψη αυτή του ορφανού παλατιού.
Πού να πάω, συφορά μου, και πού να σταθώ;
Τί να πω και σε τί να κρατήσω σιγή;
Πώς να βρω ένα χαμό;
Αχ για μοίρα με γέννησε η μάνα βαριά.
Μες στα σπίτια ποθώ να βρεθώ των νεκρών,
όλοι οι πόθοι μου τώρα γι᾽ αυτούς.
Καμιά γλύκα δεν έχει για μένα της μέρας το φως
κι ούτε θέλω το χώμα της γης να πατώ·
870τέτοιο ενέχυρο ο Θάνατος μου άρπαξε τώρ᾽ ακριβό
και στα χέρια παράδωσε του Άδη.
ΧΟΡ. Προχώρει μέσα στου σπιτιού τα βάθη. ΑΔΜ. Οϊμέ!
ΧΟΡ. Ναι, η συμφορά σου ειναι για θρήνους. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Βαθιά πονείς, βαθιά, το ξέρω… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. μα κείνη δεν τη σώζεις. ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. Πικρός καημός, να ξέρεις πως ποτέ
πια δε θα δεις την όψη εκείνης που αγαπάς.
ΑΔΜ. Την πληγή της καρδιάς μου κεντάς· ω, καημός
πιο βαρύς δεν είν᾽ άλλος στον άντρα απ᾽ αυτόν,
880την πιστή του να χάνει γυναίκα.
Κάλλιο οι δυο μας ζωές να μην είχανε σμίξει ποτέ,
να μην είχαμε ζήσει σε τούτο το σπίτι μαζί.
Κάλλιο ανύπαντρος κι άκληρος να ᾽ναι κανείς·
για μια μόνη ψυχή, τη δική σου, αν πονείς,
το βαστάς· αλλ᾽ αρρώστιες να βλέπεις παιδιών,
και το θάνατο γάμου δεσμούς να συντρίβει, ω αυτό
είν᾽ αβάσταχτος πόνος.
Και γιατί; Αφού μπορείς
δίχως γάμο και δίχως παιδιά να περάσεις.
ΧΟΡ. Μια τέτοια συμφορά δεν πολεμιέται. ΑΔΜ. Οϊμέ!
890ΧΟΡ. Στον πόνο σου άκρη δε θα βάλεις. ΑΔΜ. Αχ!
ΧΟΡ. Είναι βαρύ, το ξέρω· ωστόσο… ΑΔΜ. Αλί!
ΧΟΡ. θάρρος· δεν είσαι ο πρώτος… ΑΔΜ. Συφορά!
ΧΟΡ. που μένει δίχως ταίρι· το κακό
πολύμορφο χτυπά, συντρίβει τους θνητούς.
ΑΔΜ. Ω, τί απέραντο πένθος, τί θλίψη γι᾽ αυτούς
που αγαπούσες κι η μαύρη τούς σκέπασε γη!
Τί με μπόδισες, μέσα στον τάφο κι εγώ
να ριχτώ, στην ασύγκριτη πλάι, και νεκρός
να ᾽μαι αιώνια κοντά της; Τη χθόνια μαζί
900θα διαβαίναμε λίμνη, κι αντίς μόνο μια,
δυο ψυχές, μια στην άλλη πιστή,
τότε θα᾽ παιρνε ο Άδης.
ΧΟΡ. Είχα κι εγώ ένα συγγενή
που ᾽χασε μες στο σπίτι του
παιδί μονάκριβο, ένα γιο
που χίλιοι θρήνοι τού άξιζαν·
έκανε ωστόσο υπομονή,
κι ας είχε μείνει πια άκληρος
910και τα μαλλιά του ας άσπριζαν
κι έγερνε πια στα γερατειά.
ΑΔΜ. Πώς να μπω μες στο σπίτι μου, πώς
εδώ μέσα να ζήσω, που η τύχη μου, οϊμέ,
έχει αλλάξει; Και πόση αλλαγή!
Με συνόδευαν τότε τραγούδια του γάμου και λάμψη δαδιών
από πεύκα του Πήλιου· και βάδιζα εγώ
της καλής μου το χέρι κρατώντας· πολύ
το αχολόι της γαμήλιας πομπής·
καλοτύχιζαν όλοι τη δύστυχη εκείνη κι εμέ,
που μας ένωνε ο γάμος τούς δυο,
920δυο αρχοντόπαιδα, δυο από μεγάλες γενιές·
αχ, και σήμερα, αντίς
για άσπρους πέπλους, οι μαύρες του πένθους στολές·
θρήνοι, αντίς για τραγούδια του γάμου, αντηχούν,
για να μπω μες στο σπίτι και το έρμο να δω
νυφικό μου κρεβάτι.
ΧΟΡ. Μες στ᾽ αγαθά, μες στη χαρά
κι αμάθητο από συμφορές
πόνος σε χτύπησε σκληρός·
ωστόσο γλίτωσες και ζεις·
έχασες τη γυναίκα σου,
930έχασες την αγάπη της·
δεν είσαι ο μόνος· άπειρα
ταίρια χωρίζει ο θάνατος.
|