ΕΛΕΝΗ
Τέτοιο προοίμιο εμπνέει, Μενέλαε, φόβο·
γιατί ήρθανε και μ᾽ άδραξαν κι εδώ έξω
με το στανιό οι ανθρώποι σου με βγάλαν.
Πως με μισείς, βέβαιη σχεδόν· μα θέλω
να σε ρωτήσω· οι γνώμες των Ελλήνων
900για τη ζωή μου ποιές; και ποιά η δική σου;
ΜΕΝ. Συζήτηση πολλή δεν έγινε· όλος
ο στρατός σε παράδωσε σ᾽ εμένα,
να σε σκοτώσω· εμένα έχεις προσβάλει.
ΕΛΕ. Ε, ν᾽ απολογηθώ την άδεια δώσ᾽ μου
και θ᾽ αποδείξω πως ο θάνατός μου,
αν θα θανατωθώ, δε θα ᾽ναι δίκιος.
ΜΕΝ. Να σε σκοτώσω εδώ ᾽ρθα, όχι για λόγια.
ΕΚΑ. Μενέλαε, ας μιλήσει· μ᾽ ένα τέτοιο
παράπονο ας μην πάει, και δώσ᾽ μου εμένα
τον αντίλογο· τίποτα δεν ξέρεις
απ᾽ τις κακίες που ᾽καμε αυτή στην Τροία.
Όλ᾽ αν λογαριαστούν, θα γίνει αμέσως
910φανερό πως αθώωση δε χωράει.
ΜΕΝ. Καιρός χαμένος, μα ας μιλήσει, αν θέλει·
να ξέρει μόνο πως την άδεια τούτη
τη δίνω για ν᾽ ακούσω τους δικούς σου
τους λόγους κι όχι για δικιά της χάρη.
ΕΛΕ. Στα επιχειρήματά μου, αφού εσύ μ᾽ έχεις
για εχθρό σου, κι αν σωστά κριθούν κι αν όχι,
καμιάν απάντηση ίσως να μη δώσεις.
Εγώ θ᾽ ανασκευάσω ένα προς ένα
όσα να πεις σ᾽ εμένα ενάντια θα είχες,
αν δεχόσουν συζήτηση μαζί μου.
Δείχνει την Εκάβη.
Των συμφορών νά η πρώτη αιτία: ετούτη
920που γέννησε τον Πάρη· Τροία κι εμένα
μας χάλασε, μετά από τούτη, ο γέρος
που το μωρό δε σκότωσε, του ονείρου
το δαυλό, τον Αλέξαντρο μια μέρα.
Άκουσε τη συνέχεια τώρα· ο Πάρης
έκρινε τρεις θεές· η μια, η Παλλάδα,
του ᾽ταξε πως μ᾽ εκείνον αρχηγό τους
οι Φρύγες θα κυρίευαν την Ελλάδα·
η Ήρα πως, αν την προτιμούσε ο Πάρης,
θα τον έκανε ρήγα της Ασίας
και της Ευρώπης, όση εδώθε πέφτει·
η Κύπρη τού εξυμνούσε το κορμί μου
930και θα του το ᾽δινε, έταζε, αν εκείνη
στου κάλλους τον αγώνα ερχόταν πρώτη.
Νά τώρα το αποτέλεσμα· τις άλλες
νικάει η Κύπρη, κι απ᾽ το γάμο μου είδε
αυτή καν την ωφέλεια η Ελλάδα:
δεν κάματε ρηγάδες τους βαρβάρους,
δε σας χτυπήσαν, δε σας πήραν δούλους.
Μα της Ελλάδας η ευτυχία, δική μου
καταστροφή· πουλήθηκα για να ᾽μαι
όμορφη, και στ᾽ ανάθεμα με στέλνουν,
που μου ᾽πρεπε στεφάνι στο κεφάλι.
Θα πεις δεν απαντώ στο κύριο θέμα:
γιατί κρυφά απ᾽ το σπίτι σου να φύγω.
940Ήρθε αυτηνής ο γιος —πες τονε Πάρη
ή Αλέξαντρο, όπως θες— ο δαίμονάς μου
από μεγάλη θεά συνοδεμένος·
αυτόν εσύ —ντροπή σου— τον αφήνεις
στο σπίτι σου και φεύγεις για την Κρήτη.
Λοιπόν!
Τώρα ρωτώ, όχι εσένα, τον εαυτό μου
με ποιά βουλή ακολούθησα έναν ξένο
και σπίτι και πατρίδα παρατώντας.
Τιμώρησε τη θεά, πιο πάνω στάσου
κι από το Δία, που είν᾽ όλων ο δυνάστης,
950μα μπρος της σκύβει· εμέ συμπάθησέ με.
Κάτι θα πεις που λογικό ίσως μοιάζει·
σαν πέθανε ο Αλέξαντρος, κι ο γάμος
ο θεόγραφτός μου λύθηκε, να φύγω
έπρεπ᾽ εγώ απ᾽ το σπίτι και στα πλοία
τ᾽ αργίτικα να ᾽ρθω· μα αυτό ίσα ίσα
να κάμω προσπαθούσα· μάρτυρές μου,
φρουροί των πύργων και των κάστρων βάρδιες,
που μ᾽ έπιασαν πολλές φορές, κρυφά
με σκοινιά να γλιστράω απ᾽ τα μπεντένια.
Κι ο Δηίφοβος, ο αφέντης μου ο καινούριος,
παρά τη γνώμη των Φρυγών μ᾽ αρπάζει
960και με κρατάει με το στανιό δικιά του.
Με ποιό δίκιο λοιπόν θα με σκοτώσεις,
άντρα μου εσύ, αφού βλέπεις ότι ο ένας
με το στανιό γυναίκα του με κάνει,
κι όσο για τ᾽ άλλα, αντίς βραβείο της νίκης
πικρή σκλαβιά με βρήκε; Αν πάλι θέλεις
με τους θεούς κανένας να τα βάζει,
αυτή η αξίωση μοιάζει ανόητη κάπως.
ΚΟΡ. Βασίλισσα, υπεράσπισε τη χώρα
και τα παιδιά σου· οι λόγοι της μαγεύουν
και πείθουν· γκρέμισέ τους· η κακούργα
είν᾽ εύγλωττη, κι αυτό ειναι να το τρέμεις.
|