Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Ἀπολογία Σωκράτους (41c-42a)


Ἀλλὰ καὶ ὑμᾶς χρή, ὦ ἄνδρες δικασταί, εὐέλπιδας εἶναι πρὸς τὸν θάνατον, καὶ ἕν τι τοῦτο διανοεῖσθαι ἀληθές, ὅτι [41d] οὐκ ἔστιν ἀνδρὶ ἀγαθῷ κακὸν οὐδὲν οὔτε ζῶντι οὔτε τελευτήσαντι, οὐδὲ ἀμελεῖται ὑπὸ θεῶν τὰ τούτου πράγματα· οὐδὲ τὰ ἐμὰ νῦν ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου γέγονεν, ἀλλά μοι δῆλόν ἐστι τοῦτο, ὅτι ἤδη τεθνάναι καὶ ἀπηλλάχθαι πραγμάτων βέλτιον ἦν μοι. διὰ τοῦτο καὶ ἐμὲ οὐδαμοῦ ἀπέτρεψεν τὸ σημεῖον, καὶ ἔγωγε τοῖς καταψηφισαμένοις μου καὶ τοῖς κατηγόροις οὐ πάνυ χαλεπαίνω. καίτοι οὐ ταύτῃ τῇ διανοίᾳ κατεψηφίζοντό μου καὶ κατηγόρουν, ἀλλ᾽ οἰόμενοι βλάπτειν· [41e] τοῦτο αὐτοῖς ἄξιον μέμφεσθαι. τοσόνδε μέντοι αὐτῶν δέομαι· τοὺς ὑεῖς μου, ἐπειδὰν ἡβήσωσι, τιμωρήσασθε, ὦ ἄνδρες, ταὐτὰ ταῦτα λυποῦντες ἅπερ ἐγὼ ὑμᾶς ἐλύπουν, ἐὰν ὑμῖν δοκῶσιν ἢ χρημάτων ἢ ἄλλου του πρότερον ἐπιμελεῖσθαι ἢ ἀρετῆς, καὶ ἐὰν δοκῶσί τι εἶναι μηδὲν ὄντες, ὀνειδίζετε αὐτοῖς ὥσπερ ἐγὼ ὑμῖν, ὅτι οὐκ ἐπιμελοῦνται ὧν δεῖ, καὶ οἴονταί τι εἶναι ὄντες οὐδενὸς ἄξιοι. καὶ ἐὰν [42a] ταῦτα ποιῆτε, δίκαια πεπονθὼς ἐγὼ ἔσομαι ὑφ᾽ ὑμῶν αὐτός τε καὶ οἱ ὑεῖς. ἀλλὰ γὰρ ἤδη ὥρα ἀπιέναι, ἐμοὶ μὲν ἀποθανουμένῳ, ὑμῖν δὲ βιωσομένοις· ὁπότεροι δὲ ἡμῶν ἔρχονται ἐπὶ ἄμεινον πρᾶγμα, ἄδηλον παντὶ πλὴν ἢ τῷ θεῷ.


Αλλά και σεις πρέπει, ω δικαστές, να έχετε τις καλύτερες ελπίδες σας στον θάνατο, κι ένα πράγμα να συλλογίζεσθε, που είναι αληθινό, ότι [41d] για τον καλόν άνθρωπο τίποτε δεν είναι κακό ούτε στη ζωή ούτε στον θάνατό του, ούτε οι θεοί τον ξεχνούνε ποτέ· ούτε τα δικά μου γινήκανε τώρα έτσι από την τύχη, αλλά τώρα το βλέπω φανερά πως το να πεθάνω και να γλιτώσω από τις φροντίδες είναι το καλύτερο για μένα. Γι᾽ αυτό και πουθενά δεν μ᾽ εμπόδισε το σημάδι του θεού και ούτε έχω και πολύ παράπονο μ᾽ αυτούς που με καταψήφισαν και τους κατηγόρους μου. Μολονότι αυτοί δεν με καταψηφίσανε και δεν με κατηγορήσανε μ᾽ αυτή την ιδέα, μα φαντάζονται πως με βλάπτουν· [41e] και γι᾽ αυτό και μόνο αξίζει να τους κατακρίνω.
Ωστόσο τους παρακαλώ ένα πράγμα: Τα παιδιά μου, όταν γίνουν έφηβοι, να τα τιμωρήσετε, ω άνδρες Αθηναίοι, και να τα τυραννήσετε με τον ίδιο τρόπο που σας τυράννησα εγώ, αν σας φανούν πως φροντίζουν για χρήματα ή γι᾽ άλλο τίποτε περισσότερο από την αρετή, και, αν νομίζουν πως είναι κάτι χωρίς να είναι, να τα περιγελάσετε όπως σας περιγέλασα εγώ, πως δεν επιμελούνται εκείνα που πρέπει και νομίζουν πως είναι κάτι χωρίς να είναι άξιοι για τίποτε. Και αν [42a] τα κάμετε αυτά, δίκαια θα τα κάμετε και για μένα και για τα παιδιά μου.
Τώρα όμως ώρα είναι να πηγαίνω εγώ για να πεθάνω και σεις για να ζήσετε. Ποιός από μας πηγαίνει στο καλύτερο, κανένας δεν το ξέρει παρά μόνος ο θεός.