Ο ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ (Κεφ. 26 - 29) Στήν Κύμη της Μ. Ασίας [26.1] Όταν προσορμίστηκε και βγήκε στην Κύμη κατάλαβε ότι πολλοί από εκείνους που βρίσκονταν στην παραλία παραφύλαγαν να τον πιάσουν και μάλιστα οι άνθρωποι του Εργοτέλη και του Πυθόδωρου, γιατί αυτό το κυνήγι ήταν αρκετά προσοδοφόρο για εκείνους τουλάχιστο που αγαπούν να κερδίζουν με κάθε τρόπο, αφού είχαν οριστεί από το βασιλιά διακόσια τάλαντα ως χρηματική αμοιβή για τη σύλληψή του. Γι᾽ αυτό έφυγε και πήγε στις Αιγές, μια μικρή αιολική πόλη, όπου κανένας δεν τον ήξερε εκτός από το Νικογένη, ένα φίλο του από παλιά φιλοξενία, που ήταν ο πιο πλούσιος από όλους τους Αιολείς και είχε πολλές γνωριμίες με τους ισχυρούς των εσωτερικών πόλεων της Ασίας. [26.2] Έμεινε κρυμμένος στο σπίτι του λίγες μέρες και ενα βράδυ ο Όλβιος, ο παιδαγωγός των παιδιών του Νικογένη, μετά το γεύμα που το ακολούθησε θυσία, έγινε έξαλλος και, σα να του ήρθε θεία έμπνευση, φώναξε δυνατά αυτά εδώ τα λόγια σε μέτρο βαλμένα: «Της νύχτας άκου τη φωνή, της νύχτας πάρε συμβουλή κι η νύχτα θα νικήσει». [26.3] Ύστερ᾽ απ᾽ αυτό ο Θεμιστοκλής έπεσε να κοιμηθεί και βυθισμένος στον ύπνο είδε ένα όνειρο. Του φάνηκε πως έβλεπε ένα μεγάλο φίδι να τυλίγεται γύρω από την κοιλιά του και να σέρνεται προς το λαιμό· έπειτα είδε πως το φίδι, μόλις του άγγιξε το πρόσωπο, έγινε μεμιάς αετός που τον αγκάλιασε με τις φτερούγες του, τον σήκωσε, τον έφερε μακριά· εκεί έξαφνα φάνηκε ένα χρυσό ραβδί σαν από εκείνα που κρατούν οι κήρυκες, και τον έστησε σταθερά πάνω σ᾽ αυτό· τότε αισθάνθηκε πως λυτρώθηκε από την τρομερή αγωνία και την ταραχή που τον είχαν κυριέψει. [26.4] Επιτέλους ο Νικογένης τον φυγαδεύει, αφού μηχανεύτηκε τον ακόλουθο τρόπο για τη σωτηρία του. Πολλοί από τους βαρβαρικούς λαούς και μάλιστα οι Πέρσες έχουν από φύση μια ζηλοτυπία για τις γυναίκες τους, άγρια και ανυπόφορη· [26.5] όχι μόνο τις συζύγους τους παρά και τις δούλες τους τις φυλάγουν αυστηρά, ώστε να μην τις βλέπει κανείς από τους έξω του σπιτιού, τις αφήνουν να ζούν διαρκώς κλεισμένες μέσα στο σπίτι και, όταν είναι να ταξιδέψουν, τις μεταφέρουν κάτω από σκηνές στημένες στα αμάξια και περικλεισμένες ολόγυρα με παραπετάσματα. [26.6] Ένα τέτοιο αμάξι κατασκευάστηκε και για το Θεμιστοκλή, που χώθηκε μέσα, και οι συνοδοί που τον πήγαιναν και περιτριγύριζαν το αμάξι, σε όσους συναντούσαν στο δρόμο και ρωτούσαν τί κουβαλούν, έλεγαν πως οδηγούν μια κοπέλα Ελληνίδα από την Ιωνία προς κάποιον αυλικό του βασιλιά.
|