Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Μήδεια (866-907)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ Δ΄


ΙΑ. ἥκω κελευσθείς· καὶ γὰρ οὖσα δυσμενὴς
οὔ τἂν ἁμάρτοις τοῦδέ γ᾽, ἀλλ᾽ ἀκούσομαι·
τί χρῆμα βούλῃ καινὸν ἐξ ἐμοῦ, γύναι;
ΜΗ. Ἰᾶσον, αἰτοῦμαί σε τῶν εἰρημένων
870 συγγνώμον᾽ εἶναι· τὰς δ᾽ ἐμὰς ὀργὰς φέρειν
εἰκός σ᾽, ἐπεὶ νῷν πόλλ᾽ ὑπείργασται φίλα.
ἐγὼ δ᾽ ἐμαυτῇ διὰ λόγων ἀφικόμην
κἀλοιδόρησα· Σχετλία, τί μαίνομαι
καὶ δυσμεναίνω τοῖσι βουλεύουσιν εὖ,
875 ἐχθρὰ δὲ γαίας κοιράνοις καθίσταμαι
πόσει θ᾽, ὃς ἡμῖν δρᾷ τὰ συμφορώτατα,
γήμας τύραννον καὶ κασιγνήτους τέκνοις
ἐμοῖς φυτεύων; οὐκ ἀπαλλαχθήσομαι
θυμοῦ; τί πάσχω, θεῶν ποριζόντων καλῶς;
880 οὐκ εἰσὶ μέν μοι παῖδες, οἶδα δὲ χθόνα
φεύγοντας ἡμᾶς καὶ σπανίζοντας φίλων;
ταῦτ᾽ ἐννοηθεῖσ᾽ ᾐσθόμην ἀβουλίαν
πολλὴν ἔχουσα καὶ μάτην θυμουμένη.
νῦν οὖν ἐπαινῶ σωφρονεῖν τέ μοι δοκεῖς
885 κῆδος τόδ᾽ ἡμῖν προσλαβών, ἐγὼ δ᾽ ἄφρων,
ᾗ χρῆν μετεῖναι τῶνδε τῶν βουλευμάτων
καὶ ξυμπεραίνειν καὶ παρεστάναι λέχει
νύμφην τε κηδεύουσαν ἥδεσθαι σέθεν.
ἀλλ᾽ ἐσμὲν οἷόν ἐσμεν, οὐκ ἐρῶ κακόν,
890 γυναῖκες· οὔκουν χρῆν σ᾽ ὁμοιοῦσθαι κακοῖς,
οὐδ᾽ ἀντιτείνειν νήπι᾽ ἀντὶ νηπίων.
παριέμεσθα καί φαμεν κακῶς φρονεῖν
τότ᾽, ἀλλ᾽ ἄμεινον νῦν βεβούλευμαι τάδε.
ὦ τέκνα τέκνα, δεῦρο, λείπετε στέγας,
895 ἐξέλθετ᾽, ἀσπάσασθε καὶ προσείπατε
πατέρα μεθ᾽ ἡμῶν καὶ διαλλάχθηθ᾽ ἅμα
τῆς πρόσθεν ἔχθρας ἐς φίλους μητρὸς μέτα·
σπονδαὶ γὰρ ἡμῖν καὶ μεθέστηκεν χόλος.
λάβεσθε χειρὸς δεξιᾶς· οἴμοι, κακῶν
900 ὡς ἐννοοῦμαι δή τι τῶν κεκρυμμένων.
ἆρ᾽, ὦ τέκν᾽, οὕτω καὶ πολὺν ζῶντες χρόνον
φίλην ὀρέξετ᾽ ὠλένην; τάλαιν᾽ ἐγώ,
ὡς ἀρτίδακρύς εἰμι καὶ φόβου πλέα.
χρόνῳ δὲ νεῖκος πατρὸς ἐξαιρουμένη
905 ὄψιν τέρειναν τήνδ᾽ ἔπλησα δακρύων.
ΧΟ. κἀμοὶ κατ᾽ ὄσσων χλωρὸν ὡρμήθη δάκρυ·
καὶ μὴ προβαίη μεῖζον ἢ τὸ νῦν κακόν.

ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ


(Εισέρχεται ο Ιάσων.)

ΙΑ. Μου ζήτησες να έρθω και ήρθα.
Γιατί όσο κι αν εσύ με μισείς,
αυτό δεν θα σου το αρνηθώ, θα σ᾽ ακούσω.
Τί καινούργιο θέλεις από μένα, γυναίκα;
ΜΗ. Ιάσονα, ζητώ να με συγχωρήσεις για όσα έχω πει.
870Είναι άλλωστε φυσικό να ανέχεσαι
τα ξεσπάσματα της οργής μου, επειδή εμείς οι δύο
μοιραστήκαμε άλλοτε τόση αγάπη.
Εγώ λοιπόν μίλησα με τον εαυτό μου
και τον κάκισα λέγοντας: «Ανόητη, τί έχω πάθει;
Τρελάθηκα και τα βάζω με αυτούς που σκέφτονται σωστά;
875Γιατί γίνομαι απεχθής στους άρχοντες της χώρας
και στον άντρα μου, που άλλο δεν θέλει παρά το καλό μας
όταν παντρεύεται βλαστό βασιλικό
και σπέρνει αδέλφια για τους γιους μου;
Δεν θα πραΰνω τον θυμό μου —τί έχω πάθει;—,
όταν οι θεοί είναι τόσο γενναιόδωροι;
880Δεν έχω εγώ παιδιά, ή δεν γνωρίζω
πως είμαστε εξόριστοι και πως λιγόστεψαν οι φίλοι;»
Αυτά εσυλλογίστηκα και είδα πως είμαι παράλογη
και πως θυμώνω δίχως λόγο.
Τώρα λοιπόν σε επαινώ και κρίνω ότι έπραξες με σύνεση
885κάνοντας τον άλλο εκείνο γάμο. Εγώ είμαι ανόητη,
εγώ που θα ᾽πρεπε να μοιραστώ τα σχέδιά σου,
να βοηθήσω να ευοδωθούν, να σταθώ πλάι στο κρεβάτι
και να ᾽ναι χαρά μου να φροντίζω τη νεόνυμφη σύζυγό σου.
Ας είναι, εμείς οι γυναίκες είμαστε —δεν θα πω κακό—
890αυτό που είμαστε. Δεν πρέπει εσύ
με τους κακούς εμάς να γίνεσαι όμοιος
ούτε και ν᾽ απαντάς με ανοησίες στην ανοησία.
Ζητώ τη συγγνώμη σου. Δέχομαι ότι κακώς έκρινα τότε,
όμως τώρα έχω σκεφτεί ωριμότερα.
Παιδιά μου, αχ παιδιά μου, ελάτε, αφήστε το σπίτι,
895βγείτε έξω, αγκαλιάστε τον πατέρα σας, μιλήστε του
όπως εγώ, συμφιλιωθείτε μαζί του όπως η μητέρα σας,
ξεχάστε την παλαιά έχθρα με ανθρώπους που αγαπάμε.
(Εξέρχονται από το σπίτι τα παιδιά συνοδευόμενα
από τον Παιδαγωγό.)
Τώρα ειρηνεύσαμε, το μένος εκόπασε.
Σφίξτε του το δεξί του χέρι. Αλίμονο!
900Πώς έρχεται και ξανάρχεται στον νου μου ένας κρυμμένος φόβος!
Θα ζήσετε άραγε τόσο, παιδιά μου,
ώστε ν᾽ απλώσετε ξανά όπως τώρα το αγαπημένο χέρι;
Πώς ρέπω η δύσμοιρη στο δάκρυ, πώς φοβάμαι!
Καθώς τερματίζω τώρα τη διαμάχη με τον πατέρα σας,
905τα δάκρυα πλημμύρισαν τα τρυφερά μου μάτια.
ΧΟ. Και από τα δικά μου μάτια εκύλησε ωχρό δάκρυ.
Μακάρι να μείνει εδώ το κακό και να μην πάει παραπέρα.