Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (7.145.1-7.147.3)

[7.145.1] Τὰ μὲν δὴ χρηστήρια ταῦτα τοῖσι Ἀθηναίοισι ἐγεγόνεε· συλλεγομένων δὲ ἐς τὠυτὸ τῶν Ἑλλήνων τῶν περὶ τὴν Ἑλλάδα τὰ ἀμείνω φρονεόντων καὶ διδόντων σφίσι λόγον καὶ πίστιν, ἐνθαῦτα ἐδόκεε βουλευομένοισι αὐτοῖσι πρῶτον μὲν χρημάτων πάντων καταλλάσσεσθαι τάς τε ἔχθρας καὶ τοὺς κατ᾽ ἀλλήλους ἐόντας πολέμους· ἦσαν δὲ πρός τινας καὶ ἄλλους ἐγκεκρημένοι, ὁ δὲ ὦν μέγιστος Ἀθηναίοισί τε καὶ Αἰγινήτῃσι. [7.145.2] μετὰ δέ πυνθανόμενοι Ξέρξην σὺν τῷ στρατῷ εἶναι ἐν Σάρδισι ἐβουλεύσαντο κατασκόπους πέμπειν ἐς τὴν Ἀσίην τῶν βασιλέος πρηγμάτων, ἐς Ἄργος τε ἀγγέλους ὁμαιχμίην συνθησομένους πρὸς τὸν Πέρσην, καὶ ἐς Σικελίην ἄλλους πέμπειν παρὰ Γέλωνα τὸν Δεινομένεος, ἔς τε Κέρκυραν κελεύσοντας βοηθέειν τῇ Ἑλλάδι, καὶ ἐς Κρήτην ἄλλους, φρονήσαντες εἴ κως ἕν τε γένοιτο τὸ Ἑλληνικὸν καὶ εἰ συγκύψαντες τὠυτὸ πρήσσοιεν πάντες, ὡς δεινῶν ἐπιόντων ὁμοίως πᾶσι Ἕλλησι. τὰ δὲ Γέλωνος πρήγματα μεγάλα ἐλέγετο εἶναι, οὐδαμῶν Ἑλληνικῶν τῶν οὐ πολλὸν μέζω. [7.146.1] ὡς δὲ ταῦτά σφι ἔδοξε, καταλυσάμενοι τὰς ἔχθρας πρῶτα μὲν κατασκόπους πέμπουσι ἐς τὴν Ἀσίην ἄνδρας τρεῖς. οἱ δὲ ἀπικόμενοί τε ἐς Σάρδις καὶ καταμαθόντες τὴν βασιλέος στρατιήν, ὡς ἐπάϊστοι ἐγένοντο, βασανισθέντες ὑπὸ τῶν στρατηγῶν τοῦ πεζοῦ στρατοῦ ἀπήγοντο ὡς ἀπολεύμενοι. [7.146.2] καὶ τοῖσι μὲν κατεκέκριτο θάνατος, Ξέρξης δὲ ὡς ἐπύθετο ταῦτα, μεμφθεὶς τῶν στρατηγῶν τὴν γνώμην πέμπει τῶν τινας δορυφόρων, ἐντειλάμενος, ἢν καταλάβωσι τοὺς κατασκόπους ζῶντας, ἄγειν παρ᾽ ἑωυτόν. [7.146.3] ὡς δὲ ἔτι περιεόντας αὐτοὺς κατέλαβον καὶ ἤγαγον ἐς ὄψιν τὴν βασιλέος, τὸ ἐνθεῦτεν πυθόμενος ἐπ᾽ οἷσι ἦλθον, ἐκέλευσέ σφεας τοὺς δορυφόρους περιάγοντας ἐπιδείκνυσθαι πάντα τε τὸν πεζὸν στρατὸν καὶ τὴν ἵππον, ἐπεὰν δὲ ταῦτα θηεύμενοι ἔωσι πλήρεες, ἀποπέμπειν ἐς τὴν ἂν αὐτοὶ ἐθέλωσι χώρην ἀσινέας. [7.147.1] ἐπιλέγων δὲ τὸν λόγον τόνδε ταῦτα ἐνετέλλετο, ὡς εἰ μὲν ἀπώλοντο οἱ κατάσκοποι, οὔτ᾽ ἂν τὰ ἑωυτοῦ πρήγματα προεπύθοντο οἱ Ἕλληνες ἐόντα λόγου μέζω, οὔτ᾽ ἄν τι τοὺς πολεμίους μέγα ἐσίναντο ἄνδρας τρεῖς ἀπολέσαντες· νοστησάντων δὲ τούτων ἐς τὴν Ἑλλάδα δοκέειν ἔφη ἀκούσαντας τοὺς Ἕλληνας τὰ ἑωυτοῦ πρήγματα πρὸ τοῦ στόλου τοῦ γινομένου παραδώσειν σφέας τὴν ἰδίην ἐλευθερίην, καὶ οὕτω οὐδὲ δεήσειν ἐπ᾽ αὐτοὺς στρατηλατέοντας πρήγματα ἔχειν. [7.147.2] οἶκε δὲ αὐτοῦ αὕτη ἡ γνώμη τῇδε ἄλλῃ· ἐὼν γὰρ ἐν Ἀβύδῳ ὁ Ξέρξης εἶδε πλοῖα ἐκ τοῦ Πόντου σιταγωγὰ διεκπλέοντα τὸν Ἑλλήσποντον, ἔς τε Αἴγιναν καὶ Πελοπόννησον κομιζόμενα. οἱ μὲν δὴ πάρεδροι αὐτοῦ ὡς ἐπύθοντο πολέμια εἶναι τὰ πλοῖα, ἕτοιμοι ἦσαν αἱρέειν αὐτά, ἐσβλέποντες ἐς τὸν βασιλέα ὁκότε παραγγελέει. [7.147.3] ὁ δὲ Ξέρξης εἴρετο αὐτοὺς ὅκῃ πλέοιεν· οἱ δὲ εἶπαν· Ἐς τοὺς σοὺς πολεμίους, ὦ δέσποτα, σῖτον ἄγοντες. ὁ δὲ ὑπολαβὼν ἔφη· Οὐκ ὦν καὶ ἡμεῖς ἐκεῖ πλέομεν ἔνθα περ οὗτοι, τοῖσί τε ἄλλοισι ἐξηρτυμένοι καὶ σίτῳ; τί δῆτα ἀδικέουσι οὗτοι ἡμῖν σιτία παρακομίζοντες;

[7.145.1] Λοιπόν αυτοί οι χρησμοί είχαν δοθεί στους Αθηναίους. Τότε συγκεντρώθηκαν σ᾽ έναν τόπο οι Έλληνες που είχαν τα ευγενέστερα αισθήματα για την Ελλάδα, κι αντάλλαξαν μεταξύ τους γνώμες και όρκους πίστης· στη σύσκεψή τους αποφάσισαν πως το πρώτο που είχαν να κάνουν ήταν να καταλαγιάσουν τις έχθρες και τους πολέμους που είχαν ανάμεσά τους. Πόλεμοι βρίσκονταν σ᾽ εξέλιξη κι ανάμεσα σε κάποιες άλλες πόλεις, ο πιο μεγάλος όμως ήταν ανάμεσα στους Αθηναίους και τους Αιγινήτες. [7.145.2] Κι αργότερα, παίρνοντας την πληροφορία πως ο Ξέρξης με το εκστρατευτικό του σώμα βρισκόταν στις Σάρδεις, αποφάσισαν να στείλουν κατασκόπους στην Ασία για τη δύναμη του βασιλιά, κι αγγελιοφόρους στο Άργος, για να συνάψουν στρατιωτική συμμαχία εναντίον των Περσών, κι άλλους να στείλουν στη Σικελία, στην αυλή του Γέλωνος, του γιου του Δεινομένη, και στην Κέρκυρα, με την παραίνεση να σπεύσουν σε βοήθεια της Ελλάδας, κι άλλους στην Κρήτη, με τη σκέψη όλος ο ελληνικός κόσμος να γίνει ένα και να συμπράξουν για να υπηρετήσουν την κοινή προσπάθεια, γιατί ο όλεθρος απειλούσε το ίδιο όλους τους Έλληνες. Κι ακουόταν τότε πως η δύναμη του Γέλωνος ήταν μεγάλη· ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη δύναμη οποιασδήποτε ελληνικής πόλης.
[7.146.1] Πήραν λοιπόν αυτές τις αποφάσεις και κατόπι, αφού έδωσαν τέλος στις διαμάχες τους, πρώτα πρώτα στέλνουν κατασκόπους, τρεις άντρες, στην Ασία. Κι αυτοί έφτασαν στις Σάρδεις και παρατηρούσαν προσεχτικά το στράτευμα του βασιλιά, όταν τους έπιασαν επ᾽ αυτοφώρω· κι οι στρατηγοί του πεζικού, ύστερ᾽ από βασανιστική ανάκριση, τους έστελναν για εκτέλεση. [7.146.2] Κι ετούτοι ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο, ο Ξέρξης όμως, μόλις πληροφορήθηκε αυτά, αποδοκιμάζοντας την απόφαση των στρατηγών στέλνει μερικούς σωματοφύλακές του με την εντολή, αν προλάβουν ζωντανούς τους κατασκόπους, να τους οδηγήσουν μπροστά του. [7.146.3] Και καθώς τους πρόλαβαν ακόμη ζωντανούς και τους έφεραν μπροστά στο βασιλιά, αποκεί και πέρα, μαθαίνοντας το σκοπό της αποστολής τους, διέταξε τους σωματοφύλακες να τους κάνουν το γύρο του στρατοπέδου και να τους δείξουν όλο το πεζικό και το ιππικό· κι όταν χορτάσουν απ᾽ αυτό το θέαμα, να τους στείλουν πίσω, σ᾽ όποια χώρα θελήσουν οι ίδιοι, σώους και αβλαβείς.
[7.147.1] Κι έδωσε αυτή την εντολή προσθέτοντας κι αυτό το επιχείρημα, δηλαδή: αν οι κατάσκοποι θανατώνονταν, ούτε οι Έλληνες θα μπορούσαν να μάθουν από τα πριν τη δύναμή του, που ήταν μεγαλύτερη απ᾽ ό,τι υπολόγιζαν, κι ούτε θα προκαλούσαν καμιά μεγάλη ζημιά στον εχθρό σκοτώνοντας τρεις άντρες· αν όμως αυτοί γυρίσουν στην Ελλάδα, είπε, πίστευε πως οι Έλληνες μαθαίνοντας τη δύναμή του πριν ξεκινήσει η εκστρατεία, θα παράδιναν την ελευθερία, δικό τους κτήμα, κι έτσι ούτε καν θα υποχρεωθούν οι Πέρσες, επιχειρώντας εκστρατεία, να μπουν σε σκοτούρες. [7.147.2] Λοιπόν, αυτή του η γνώμη είναι παρόμοια με μια άλλη· δηλαδή, όταν ο Ξέρξης ήταν στην Άβυδο, είδε πλοία που μετέφεραν σιτάρι από τον Εύξεινο Πόντο να διασχίζουν πλέοντας τον Ελλήσποντο με προορισμό την Αίγινα και την Πελοπόννησο. Λοιπόν οι παρακαθήμενοί του, μόλις αντιλήφτηκαν πως τα πλοία ήταν του εχθρού, ετοιμάστηκαν να τα κυριέψουν, με το βλέμμα τους στον βασιλιά, πότε θα δώσει προσταγή. [7.147.3] Κι ο Ξέρξης τούς ρώτησε, προς τα πού αρμενίζουν· κι οι άλλοι είπαν: «Προς τους εχθρούς σου, άρχοντά μας, κουβαλώντας σιτάρι». Κι αυτός πήρε το λόγο και είπε: «Λοιπόν, κι εμείς δεν αρμενίζουμε προς τον ίδιο τόπο μ᾽ αυτούς, κουβαλώντας ανάμεσα στ᾽ άλλα εφόδια και σιτάρι; άρα, τί κακό κάνουν αυτοί κουβαλώντας σιτάρι για μας;».