310Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χώματα των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα — τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια θάλασσα·
μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ᾽ αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους —
320μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ᾽ ένα γερό σκαρί στ᾽ αραχνιασμένα δώματα του Άδη, χρησμό να πάρει
απ᾽ του θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
330ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό — ο ίδιος μόνο ξέφυγε τη μοίρα του θανάτου·
πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν᾽ αλλάξει
της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έστειλαν
340μ᾽ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα — χαλκό, μαλάματα και ρούχα.
Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του.
Τότε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, άλλα λογάριασε·
όταν φαντάστηκε πως χάρηκε ο Οδυσσέας και χόρτασε
ύπνο και έρωτα με τη γυναίκα του,
σήκωσε αμέσως τη χρυσόθρονη εωθινή Αυγή απ᾽ τα νερά του Ωκεανού,
το φως να φέρει στους ανθρώπους. Κι ευθύς ανασηκώθηκε
από τη μαλακή του κλίνη ο Οδυσσέας και μίλησε στην Πηνελόπη:
350«Γυναίκα, κορεστήκαμε κι οι δυο συνομιλώντας για πολλούς
αγώνες· εσύ εδώ, θρηνώντας τον πολύπαθό μου νόστο, κι εγώ
το πώς ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί, με πόνο και με βάσανα,
μακριά με κράτησαν από το χώμα της πατρίδας μου
που τόσο επιθυμούσα.
Τώρα που πια στην πολυπόθητή μας κλίνη σμίξαμε,
φρόντισε εσύ το βιος που απόμεινε μες στο παλάτι.
Κι όσα κοπάδια ρήμαξαν οι αλαζονικοί μνηστήρες,
τα πιο πολλά μόνος εγώ και με τη βία τ᾽ αρπάζω, τα υπόλοιπα
οι Αχαιοί θα τ᾽ αποδώσουν, ώσπου ξανά όλες οι μάντρες να γεμίσουν.
Στο μεταξύ πρέπει να βγω πηγαίνοντας στο χτήμα το πολύδεντρο,
να δω τον τιμημένο μου πατέρα, που τόσο τον εμάρανε
360ο πόνος του για μένα.
Σ᾽ εσένα τούτο ακόμη παραγγέλλω, γυναίκα λογική και φρόνιμη·
μόλις ο ήλιος ανατείλει και τότε η φήμη θα απλωθεί για τους μνηστήρες,
που τους θανάτωσα εγώ σ᾽ αυτά τα δώματα,
ανέβα αμέσως στον γυναικωνίτη, μόνη με τις γυναίκες που σε παραστέκουν,
και μείνε εκεί — μη δεις κανέναν και κανένα μη ρωτήσεις.»
Έτσι μιλώντας, πέρασε στους ώμους τη λαμπρή του αρματωσιά,
ξεσήκωσε και τον Τηλέμαχο, με τον χοιροβοσκό μαζί και τον βουκόλο,
δίνοντας εντολή στα χέρια τους να πιάσουν σύνεργα της μάχης —
εκείνοι υπάκουσαν κι οπλίστηκαν με τον χαλκό.
370Μετά τις πόρτες άνοιξαν και βγήκαν —ο Οδυσσέας πρώτος.
Άπλωνε πια το φως του ο ήλιος πάνω στη γη, όταν η Αθηνά
τους έκρυψε στο τελευταίο σκοτάδι, κι έτσι γοργά τους πέρασε
από την πόλη έξω.
|