[7.140.1] Γιατί οι Αθηναίοι έστειλαν επίσημη αντιπροσωπεία στους Δελφούς και περίμεναν να πάρουν χρησμό· κι αφού έκαναν τις τυπικές ιεροτελεστίες στον περίβολο του ναού, μπήκαν στο εσωτερικό του και κάθισαν· κι αμέσως η Πυθία, που ονομαζόταν Αριστονίκη, τους δίνει τον ακόλουθο χρησμό: [7.140.2] Ταλαίπωροι, τί κάθεστε; Στα πέρατα του κόσμου να φύγετ᾽ είναι ώρα· τα δώματα και τα ψηλά τα κάστρα παρατήστε της στρογγυλής σας πόλης. Γιατί όλα σειούνται· ούτε κεφάλι, ούτε κορμί στη θέση του δε μένει κι ούτε οι άκρες των ποδιών, τα χέρια και η μέση· τα παίρνει όλα συμφορά, καθώς φωτιά τα ρήμαξε κι ο μανιασμένος Άρης σέρνοντας άρμα Συριακό. [7.140.3] Κι άλλων τα κάστρα τα ψηλά μαζί με τα δικά σου θα τα ρημάξει ο πόλεμος· στις άγριες φλόγες περισσούς ναούς θα παραδώσει των αθανάτων των θεών, που κιόλας κρύος ίδρωτας λούζει τ᾽ αγάλματά τους που ᾽ναι στημένα στους ναούς, κι ο φόβος τα τραντάζει. Κι οι στέγες τους ψηλά ψηλά στάζουνε μαύρο αίμα, που τα μελλούμενα κακά, τ᾽ αφεύγατα, προλέγει. Και τώρ᾽ απ᾽ το ναό μου καιρός δρόμο να παίρνετε και την καρδιά σας πέτρα στις συμφορές να κάνετε. [7.141.1] Οι απεσταλμένοι στο μαντείο Αθηναίοι, όταν τ᾽ άκουσαν αυτά, κυριεύτηκαν από την πιο μεγάλη απελπισία. Και την ώρα που κυλιόνταν στο χώμα για τις συμφορές που τους περίμεναν σύμφωνα με τους χρησμούς, ο Τίμων, ο γιος του Ανδροβούλου, πολίτης των Δελφών από τους πρώτους ανάμεσα στους πρώτους, τους συμβούλεψε να πάρουν κλαδιά ικεσίας και πάλι, για δεύτερη φορά, να πάνε να ζητήσουν χρησμό απ᾽ το μαντείο, με την ιδιότητα του ικέτη. [7.141.2] Οι Αθηναίοι τον άκουσαν και είπαν: «Βασιλιά μας, δώσε μας ένα χρησμό κάπως καλύτερο για την πατρίδα μας· σεβάσου αυτά τα κλαδιά ικεσίας που κρατάμε καθώς σου προσπέφτουμε· αλλιώς δε θα φύγουμε μέσ᾽ απ᾽ το ναό σου, αλλά θα μείνουμε εδώ σ᾽ αυτή τη στάση, ώσπου να μας βρει ο θάνατος»· ύστερ᾽ απ᾽ αυτά τα λόγια τους, η μάντισσα δίνει δεύτερο χρησμό, τον ακόλουθο: [7.141.3] Μ᾽ όλα τα παρακάλια της και τη σοφή της γνώση η Αθηνά Παλλάδα ολότελα δε δύναται του Ολύμπιου του Δία να μαλακώσει την καρδιά. Σ᾽ εσένα τώρα δεύτερο χρησμό θενά σου δώσω, αλύγιστο ατσάλι: Όλα ένα γύρο που θωρείς στου Κέκροπα το βράχο και στη σπηλιά ανάμεσα του Κιθαιρώνα του σεπτού, ο εχθρός τα κυριεύει. Μα στην Τριτογενή του ο Δίας ο βροντόλαλος τη χάρη τούτη κάνει: σωμός το ξύλινο το τείχος για σένα και τα τέκνα σου, απόρθητο θα μείνει. [7.141.4] Κι εσύ μη περιμένεις ασάλευτος το ιππικό και τους πεζούς τους μύριους που η Ασία στέλνει, μα γύρισε τις πλάτες σου και μέριασε μπροστά τους· κι η μέρα δε θ᾽ αργήσει που αντίμαχός τους θα σταθείς. Ω άγια Σαλαμίνα, πόσες γυναίκες θα θρηνούν τα τέκνα τους για σένα· στο σπάρσιμο ή στο μάζεμα της Δήμητρας, δεν ξέρω. [7.142.1] Λοιπόν αυτόν το χρησμό, γιατί και ήταν και φαινόταν ηπιότερος από τον προηγούμενο, τον πήραν γραμμένο κι αναχώρησαν για την Αθήνα. Κι όταν η αντιπροσωπεία γύρισε πίσω και τον ανακοίνωσε στην εκκλησία του δήμου, ακούστηκαν και πολλές άλλες γνώμες, που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν το χρησμό, όμως αυτές που συγκρούονταν απόλυτα η μια με την άλλη ήταν οι ακόλουθες: ορισμένοι από τους πιο ηλικιωμένους έλεγαν πως πίστευαν ότι ο θεός με το χρησμό του τους λέει πως η ακρόπολη θα μείνει απόρθητη· γιατί τον παλιό καιρό η ακρόπολη ήταν οχυρωμένη με ξύλινο φράχτη· [7.142.2] ετούτοι λοιπόν έδιναν την ερμηνεία πως αυτός ο φράχτης είναι το «ξύλινο τείχος», ενώ οι άλλοι πάλι έλεγαν ότι ο θεός μιλά υπαινικτικά για τα καράβια και παρακινούσαν αυτά ν᾽ αρματώσουν, αφήνοντας κατά μέρος καθετί άλλο. Λοιπόν αυτούς που ισχυρίζονταν πως το «ξύλινο τείχος» είναι τα καράβια, τους σταματούσαν οι δυο τελευταίοι στίχοι του χρησμού της Πυθίας: Ω άγια Σαλαμίνα, πόσες γυναίκες θα θρηνούν τα τέκνα τους για σένα· στο σπάρσιμο ή στο μάζεμα της Δήμητρας, δεν ξέρω· [7.142.3] αυτοί οι στίχοι προκαλούσαν σύγχυση στις γνώμες εκείνων που ισχυρίζονταν ότι τα καράβια είναι το «ξύλινο τείχος»· γιατί οι χρησμολόγοι έδιναν σ᾽ αυτούς την εξής ερμηνεία, πως είναι γραφτό να νικηθούν οι Αθηναίοι, αν ναυμαχούσαν στα νερά της Σαλαμίνας. [7.143.1] Κι ήταν ανάμεσα στους Αθηναίους ένας που τότε τελευταία αναδείχτηκε ανάμεσα στους πρώτους της πόλης· λεγόταν Θεμιστοκλής κι ήταν γνωστός ως Θεμιστοκλής Νεοκλέους. Αυτός αμφισβήτησε την ορθότητα της ερμηνείας των χρησμολόγων, μιλώντας περίπου ως εξής: αν πράγματι ο στίχος του χρησμού αναφερόταν στους Αθηναίους, είχε την εντύπωση πως δε θα δινόταν μ᾽ αυτή την τόσο κόσμια διατύπωση, αλλά έτσι: «Ω φριχτή Σαλαμίνα» — όχι «ω άγια Σαλαμίνα», εφόσον βέβαια ήταν ν᾽ αφανιστούν οι κάτοικοί της στα νερά της. [7.143.2] Άρα, αντίθετα, για όποιον ήθελε να δώσει τη σωστή ερμηνεία, ο χρησμός του θεού απευθυνόταν στις μάνες των εχθρών κι όχι των Αθηναίων. Τους συμβούλευε λοιπόν να προετοιμάζονται για να ναυμαχήσουν, γιατί αυτή την έννοια είχε το «ξύλινο τείχος». [7.143.3] Οι Αθηναίοι, ύστερ᾽ απ᾽ αυτή την αγόρευση του Θεμιστοκλή, έκριναν πως η γνώμη του Θεμιστοκλή ήταν προτιμότερη από τη γνώμη των χρησμολόγων που τους απέτρεπαν να προετοιμαστούν για ναυμαχία — κοντολογίς ούτε καν να προβάλουν αντίσταση στον εχθρό, αλλά να εγκαταλείψουν την Αττική και να παν να εγκατασταθούν σε κάποια άλλη χώρα. [7.144.1] Κι άλλη μια γνώμη του Θεμιστοκλή αποδείχτηκε αξιοθαύμαστη για την κρίσιμη ώρα της πόλης, όταν συγκεντρώθηκαν στο κοινό ταμείο των Αθηναίων πολλά χρήματα, έσοδα από τα μεταλλεία του Λαυρίου, κι ο καθένας τους δικαιούνταν να πάρει το μερίδιό του, δέκα δραχμές κατά κεφαλή· τότε ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να παραιτηθούν από τη διανομή και να κατασκευάσουν μ᾽ αυτά τα χρήματα διακόσια καράβια για τον πόλεμο (εννοώντας τον πόλεμο εναντίον των Αιγινητών. [7.144.2] Γιατί με το να εμπλακούν σ᾽ αυτό τον πόλεμο σώθηκε η Ελλάδα, καθώς οι Αθηναίοι αναγκάστηκαν να γίνουν ναυτικοί. Τώρα, τα καράβια αυτά δε χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό, για τον οποίο ναυπηγήθηκαν, όμως μ᾽ αυτό τον τρόπο στην κρίσιμη ώρα αποδείχτηκαν χρήσιμα στην Ελλάδα). Ήταν λοιπόν διαθέσιμα τα καράβια αυτά που τα είχαν από τα πριν ναυπηγήσει οι Αθηναίοι, όμως ήταν ανάγκη να ναυπηγηθούν κι άλλα και να προστεθούν σ᾽ αυτά. [7.144.3] Κι όταν, ύστερ᾽ από το χρησμό, συσκέφθηκαν, αποφάσισαν, ακολουθώντας το χρησμό του θεού, ν᾽ αντιμετωπίσουν με τον στόλο τον βάρβαρο που βάδιζε εναντίον τους, σύσσωμοι, μαζί μ᾽ όσους Έλληνες ήθελαν το ίδιο. |