Στοχαστική η Πηνελόπη αμέσως αποκρίθηκε:
«Το στρώμα μας σε περιμένει, μόλις το θελήσεις,
αφού οι θεοί έδωσαν κι έφτασες σ᾽ αυτό το σπίτι το καλόχτιστο
και πάτησες το χώμα της πατρίδας.
260Αλλά, μια και το σκέφτηκες, κι ένας θεός στο θύμισε,
πες μου από τώρα τον αγώνα σου· έτσι κι αλλιώς νομίζω
θα τον μάθω αργότερα — δεν φαίνεται χειρότερο,
αν τον γνωρίσω αμέσως.»
Ο Οδυσσέας πολύγνωμος πήρε τον λόγο πάλι κι είπε:
«Παράξενη, τι θες και με παρακινείς ρωτώντας
να μιλήσω; Εγώ διηγώντας δεν θα κρύψω τίποτε,
αλλά κι εσύ, να ξέρεις, δεν πρόκειται να νιώσεις μέσα σου χαρά —
μήτε κι ο ίδιος θα χαρώ μιλώντας.
Λοιπόν, εκείνος μου παράγγειλε να περιπλανηθώ ξανά
σε πολιτείες πολλές θνητών ανθρώπων, μ᾽ ένα καλάρμοστο κουπί
στο χέρι· ωσότου φτάσω κάποτε σε μέρος όπου οι κάτοικοι δεν ξέρουν
270θάλασσα τι θα πει, καν δεν αρτίζουν μ᾽ αλάτι το φαγί τους,
ιδέα δεν έχουν από πορφυρομάγουλα σκαριά,
από κουπιά που να ταιριάζουνε στο χέρι — κουπιά που γίνονται
στα πλοία φτερά.
Μου ᾽πε κι άλλο σημάδι πεντακάθαρο, δεν θα το κρύψω·
όταν στον δρόμο μου βρεθεί οδοιπόρος να πει πως λιχνιστήρι
κουβαλώ επάνω στον λαμπρό μου ώμο, τότε κι εγώ να μπήξω
στο χώμα το κουπί, και να προσφέρω στον μεγάλο Ποσειδώνα
θυσίες καλές — κριάρι, ταύρο, κάπρο, που καβαλάει γουρούνες.
Ύστερα να γυρίσω πίσω στην πατρίδα, να θυσιάσω εκεί
στους αθανάτους που τον ουρανό κρατούν μιαν εκατόμβη —
280σ᾽ όλους με τη σειρά.
Ο θάνατός μου, είπε, απόμακρα απ᾽ τη θάλασσα θα ᾽ρθει,
ήσυχος και γλυκός, για να με σβήσει σε βαθιά,
μεστά γεράματα, και γύρω μου οι λαοί θα ζουν ευτυχισμένοι.
Μου είπε αυτά, και πως θα γίνουν όλα.»
Ανταποκρίθηκε πάλι η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Αν οι θεοί σού τάζουν καλύτερα γεράματα,
υπάρχει ελπίδα δίχως άλλες συμφορές να αποδειχτεί το μέλλον.»
Όσο μιλούσαν μεταξύ τους συναλλάσσοντας τα λόγια τους,
η Ευρυνόμη κι η τροφός ετοίμαζαν την κλίνη τους
290με μαλακά στρωσίδια, στο φως που οι αναμμένες δάδες έδιναν.
Κι αφού ολοπρόθυμα τους έστρωσαν το σταθερό κρεβάτι,
η μια γερόντισσα στην κάμαρή της γύρισε να κοιμηθεί.
Η άλλη, που συγύριζε τον θάλαμό τους, η Ευρυνόμη,
στα χέρια της κρατώντας λαμπάδα από δαδί,
τους οδηγούσε τώρα στη συζυγική τους κλίνη.
Όταν τους πήγε στον κοιτώνα τους, αποτραβήχτηκε, κι εκείνοι
ευτυχισμένοι γέρνουν μαζί στο νόμιμο παλιό κρεβάτι.
Στο μεταξύ ο Τηλέμαχος, συνάμα ο βουκόλος κι ο χοιροβοσκός,
σταμάτησαν το ποδοκρότημα, λέγοντας στις γυναίκες να πάψουν τον χορό —
μετά πήγαν κι αυτοί για ύπνο στις βαθύσκιωτες κάμαρες του σπιτιού.
300Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι
των μνηστήρων· από δική της αφορμή, να σφάζουν
αράδα βόδια, πρόβατα παχιά, και να ξαφρίζουν το κρασί
απ᾽ τα πολλά πιθάρια.
Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ᾽ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε —
τα πάντα εξιστορούσε. Εκείνη ακούγοντας τον απολάμβανε,
ύπνος δεν έλεγε να πέσει στα βλέφαρά της, προτού
τελειώσει τη διήγησή του.
|