Μ᾽ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ᾽ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο — το ᾽καμα εγώ, άλλος κανείς.
190Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ᾽ τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνησα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα· τελειώνοντας,
200μ᾽ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα, και τάνυσα
λουριά βοδιού, απ᾽ την πορφύρα φωτεινά.
Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω. Μόνο που δεν γνωρίζω,
φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιόδεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Οδυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο της χέρια
πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώνιστο μυαλό
210και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θεοί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθόνησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη χαρούμε
και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδειξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέμει,
μήπως μ᾽ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
περαστικός — είναι πολλοί που σκέφτονται το πονηρό συμφέρον τους.
Ακόμη κι η αργεία Ελένη, η θυγατέρα του Διός,
δεν θα ᾽πεφτε με ξένον άντρα στο κρεβάτι για τον έρωτά του,
220αν ήξερε από πριν πως οι γενναίοι γιοι των Αχαιών
θα πολεμούσαν να τη φέρουν πίσω στην πατρίδα της.
Ένας θεός την έσπρωξε στην άσεμνή της πράξη·
η άτη που τυφλώνει δεν ήταν στην ψυχή της εξαρχής,
η ολέθρια άτη που πρώτη αιτία στάθηκε και στα δικά μας πάθη.
Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαραγνώριστα της κλίνης μας —
άλλος κανείς ποτέ του δεν την είδε, εξόν
εσύ κι εγώ, και μια μονάχα παρακόρη, η Ακτορίδα,
που μου τη χάρισε ο πατέρας μου, όταν ξεκίνησα για νύφη εδώ,
κι αυτή μας φύλαγε μετά τις πόρτες της καλοχτισμένης κάμαρης.
230Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμετάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ᾽ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο για θρήνο,
κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ᾽ αγάπη στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέλαγος,
το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το
μ᾽ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό, λίγοι μονάχα
γλίτωσαν την αφρισμένη θάλασσα, παλεύοντας να φτάσουν κολυμπώντας
στη στεριά, κι έπηξε η αρμύρα πάνω στο κορμί τους,
τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. Και πια δεν έλεγε να λύσει
240απ᾽ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
Και θα μπορούσε να τους βρει πάνω στον θρήνο τους
η ροδοδάχτυλη Αυγή, αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας,
δεν έβαζε στον νου της άλλα·
τη νύχτα καθυστέρησε μακρότερη στα πέρατα της δύσης,
και τη χρυσόθρονη Αυγή σταμάτησε στου Ωκεανού τα ρείθρα,
να ζέψει δεν την άφησε τα ωκύποδα άλογά της,
που φέρνουν στους ανθρώπους φως, Φαέθοντα και Λάμπο,
τα δυο πουλάρια που την οδηγούν.
Τότε ο Οδυσσέας πολύγνωμος είπε μιλώντας στη γυναίκα του:
«Δεν φτάσαμε, γυναίκα, ακόμη στο τέρμα όλων των αγώνων μας·
250άλλος μάς μέλλεται μόχθος αμέτρητος, βαρύς κι ασήκωτος,
πρέπει κι αυτόν να τον τελειώσω εγώ. Έτσι προφήτεψε του Τειρεσία η ψυχή,
τη μέρα εκείνη που κατέβηκα στα έγκατα του Άδη, γυρεύοντας
τον νόστο των εταίρων μου και τον δικό μου γυρισμό.
Καιρός όμως να πέσουμε στην κλίνη μας, γυναίκα,
γλυκό τον ύπνο να χαρούμε, μαζί να κοιμηθούμε.»
|