Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (23.69-23.122)


Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
70 «τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων,
ἣ πόσιν ἔνδον ἐόντα παρ᾽ ἐσχάρῃ οὔ ποτ᾽ ἔφησθα
οἴκαδ᾽ ἐλεύσεσθαι· θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος.
ἀλλ᾽ ἄγε τοι καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι εἴπω·
οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι,
75 τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, ἔθελον δὲ σοὶ αὐτῇ
εἰπέμεν· ἀλλά με κεῖνος ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσὶν
οὐκ ἔα εἰπέμεναι πολυκερδείῃσι νόοιο.
ἀλλ᾽ ἕπευ· αὐτὰρ ἐγὼν ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς,
αἴ κέν σ᾽ ἐξαπάφω, κτεῖναί μ᾽ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ.»
80Τὴν δ᾽ ἠμείβετ᾽ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια·
«μαῖα φίλη, χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων
δήνεα εἴρυσθαι, μάλα περ πολύϊδριν ἐοῦσαν·
ἀλλ᾽ ἔμπης ἴομεν μετὰ παῖδ᾽ ἐμόν, ὄφρα ἴδωμαι
ἄνδρας μνηστῆρας τεθνηότας, ἠδ᾽ ὃς ἔπεφνεν.»
85Ὣς φαμένη κατέβαιν᾽ ὑπερώϊα· πολλὰ δέ οἱ κῆρ
ὅρμαιν᾽, ἢ ἀπάνευθε φίλον πόσιν ἐξερεείνοι,
ἦ παρστᾶσα κύσειε κάρη καὶ χεῖρε λαβοῦσα.
ἡ δ᾽ ἐπεὶ εἰσῆλθεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν,
ἕζετ᾽ ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆος ἐναντίη, ἐν πυρὸς αὐγῇ,
90 τοίχου τοῦ ἑτέρου· ὁ δ᾽ ἄρα πρὸς κίονα μακρὴν
ἧστο κάτω ὁρόων, ποτιδέγμενος εἴ τί μιν εἴποι
ἰφθίμη παράκοιτις, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν.
ἡ δ᾽ ἄνεω δὴν ἧστο, τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν·
ὄψει δ᾽ ἄλλοτε μέν μιν ἐνωπαδίως ἐσίδεσκεν,
95 ἄλλοτε δ᾽ ἀγνώσασκε κακὰ χροῒ εἵματ᾽ ἔχοντα.
Τηλέμαχος δ᾽ ἐνένιπεν ἔπος τ᾽ ἔφατ᾽ ἔκ τ᾽ ὀνόμαζε·
«μῆτερ ἐμή, δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα,
τίφθ᾽ οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι, οὐδὲ παρ᾽ αὐτὸν
ἑζομένη μύθοισιν ἀνείρεαι οὐδὲ μεταλλᾷς;
100 οὐ μέν κ᾽ ἄλλη γ᾽ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ
ἀνδρὸς ἀποσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας
ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν·
σοὶ δ᾽ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια·
105 «τέκνον ἐμόν, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν,
οὐδέ τι προσφάσθαι δύναμαι ἔπος οὐδ᾽ ἐρέεσθαι
οὐδ᾽ εἰς ὦπα ἰδέσθαι ἐναντίον. εἰ δ᾽ ἐτεὸν δὴ
ἔστ᾽ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ἦ μάλα νῶϊ
γνωσόμεθ᾽ ἀλλήλων καὶ λώϊον· ἔστι γὰρ ἡμῖν
110 σήμαθ᾽, ἃ δὴ καὶ νῶϊ κεκρυμμένα ἴδμεν ἀπ᾽ ἄλλων.»
Ὣς φάτο, μείδησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα·
«Τηλέμαχ᾽, ἦ τοι μητέρ᾽ ἐνὶ μεγάροισιν ἔασον
πειράζειν ἐμέθεν· τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον.
115 νῦν δ᾽ ὅττι ῥυπόω, κακὰ δὲ χροῒ εἵματα εἷμαι,
τοὔνεκ᾽ ἀτιμάζει με καὶ οὔ πώ φησι τὸν εἶναι.
ἡμεῖς δὲ φραζώμεθ᾽, ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένηται.
καὶ γάρ τίς θ᾽ ἕνα φῶτα κατακτείνας ἐνὶ δήμῳ,
ᾧ μὴ πολλοὶ ἔωσιν ἀοσσητῆρες ὀπίσσω,
120 φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν·
ἡμεῖς δ᾽ ἕρμα πόληος ἀπέκταμεν, οἳ μέγ᾽ ἄριστοι
κούρων εἰν Ἰθάκῃ· τὰ δέ σε φράζεσθαι ἄνωγα.»


Αμέσως αποκρίθηκε πιστή τροφός η Ευρύκλεια:
70«Καλή μου κόρη, τι λόγος βγήκε από το ξέφραγό σου στόμα!
Που τόλμησες να πεις ότι ποτέ του πια δεν θα γυρίσει
στην πατρίδα το δικό σου ταίρι, που βρίσκεται κιόλας στο σπίτι
πλάι στην πυροστιά — άπιστη όμως πάντα
κι αμετάπειστη η ψυχή σου.
Πρόσεξε τώρα, θα σου πω κι άλλο αδιάψευστο σημάδι·
για την ουλή μιλώ, που κάποτε με το άσπρο δόντι του τον σφράγισε ο κάπρος·
την αναγνώρισα την ώρα που την έπλενα, θέλησα φανερά
να σου μιλήσω, εκείνος όμως με τα δυο του χέρια
βούλωσε το στόμα μου, μ᾽ εμπόδισε να μαρτυρήσω —
άλλα λογάριαζε με το πανούργο του μυαλό.
Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
την ίδια τη ζωή μου, αν σ᾽ απατώ· αφάνισέ με τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
80Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες στο πέρασμα του χρόνου.
Παρ᾽ όλα ταύτα, ας πάμε ν᾽ ανταμώσουμε τον γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ερωτήματα
ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλήματα.
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κατώφλι,
ύστερα κάθησε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλλον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φωτιάς.
90Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια κοιτούσαν
καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώριζαν,
με τ᾽ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν σιμώνεις τον πατέρα μου,
δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν τον ρωτάς;
100Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο αλύγιστη ψυχή·
απόμακρη να στέκει από τον άντρα της, που υπέφερε
τα πάνδεινα και τώρα ξαναγύρισε στα χώματά του —
στο μεταξύ έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
Αλλ᾽ η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα πιο σκληρή.»
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελόπη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπληξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσσέας
είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωριστούμε·
κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε οι δυο μας μόνο —
110άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βασανισμένος
ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το παλάτι
να με δοκιμάσει — θα καταλάβει γρήγορα, και τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρώμικο, με τ᾽ άθλια ρούχα που φορώ,
γι᾽ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί ποιος είμαι.
Εμείς ωστόσο έχουμε χρέος να συλλογιστούμε
πώς η υπόθεση αυτή θα βρει το αίσιο τέλος της.
Αφού, αν κάποιος σκότωνε στην πόλη κι ένα μονάχα άντρα,
που να μην έχει αφήσει πίσω του πολλούς εκδικητές,
120φεύγει ο φονιάς κι εγκαταλείπει πατρίδα και δικούς.
Εμείς όμως σκοτώσαμε της πόλης το αντιστύλι, επιφανέστατα
παλληκαράκια της Ιθάκης, γι᾽ αυτό προτείνω
να σκεφτείς κι εσύ καλύτερα το πράγμα.»