Ραψωδία ψ Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός
Ολόχαρη η γερόντισσα στο υπερώο ανέβαινε,
το μήνυμα να πει στη δέσποινά της,
πως ο καλός της είναι σπίτι του.
Αναστηλώθηκαν τα γόνατα, παραπατούσαν τρέχοντας
τα πόδια της, ωσότου στήθηκε πάνω απ᾽ την κεφαλή της
και της μίλησε:
«Ξύπνα σου λέω, Πηνελόπη, κόρη της καρδιάς μου, τα μάτια σου
να δουν όσα χρόνια και χρόνια λαχταρούσες.
Ο Οδυσσέας γύρισε, βρίσκεται μέσα στο παλάτι, κι ας ήλθε αργά·
τους σκότωσε τους άνομους μνηστήρες που ρήμαξαν τον οίκο του,
κατέφαγαν το βιος του, παίδεψαν τον γιο του.»
10Της αντιμίλησε όμως λογική και φρόνιμη η Πηνελόπη:
«Μανούλα μου, παλάβωσες, κάποιοι θεοί σ᾽ έχουν τρελάνει,
όσοι μπορούν να παλαβώνουν τον πιο φρόνιμο,
και πάλι φρόνιμο να κάνουνε τον σαλεμένο.
Αυτοί κι εσένα σ᾽ αποτρέλαναν, μόλο που είσαι τόσο μυαλωμένη.
Τι σ᾽ έπιασε αλήθεια, κι εμένα, μια ψυχή στο πένθος βουτηγμένη,
με εμπαίζεις άσχημα με τα παράλογά σου λόγια; γιατί κόβεις
στη μέση τον γλυκό μου ύπνο, που σκέπασε τα βλέφαρά μου
και δάμασε τον πόνο μου;
Ποτέ μου δεν κοιμήθηκα τόσο γλυκά, αφότου ο Οδυσσέας
μίσεψε να πάει εκεί στο Κακοΐλιο — ας μείνει ακατονόμαστο.
20Αλλά, πάρε τώρα τα πόδια σου, και τράβα πάλι κάτω·
αν κάποια άλλη απ᾽ τις γυναίκες που παραδουλεύουν σπίτι μου
ερχόταν να μου πει τέτοιο μαντάτο, κόβοντας τον ύπνο μου,
κακήν κακώς θα την ξαπόστελνα, να πάει στην κάμαρή της —
εσένα μόνο τα γεράματα θα σε γλιτώσουν.»
Πήρε τον λόγο η καλή της παραμάνα, μίλησε η Ευρύκλεια πάλι:
«Δεν σε εμπαίζω, φυλλοκάρδι μου, σου λέω την αλήθεια μόνο·
ο Οδυσσέας ήλθε, βρίσκεται πια στο σπίτι του, ήταν ο ξένος
που τον αψηφούσαν όλοι στο παλάτι.
Το γνώριζε από μέρες ο Τηλέμαχος ότι κουρνιάζει εδώ,
30αλλά τον συγκρατούσε η σωφροσύνη, κρύβοντας του πατέρα του
το φρόνημα· ωσότου εκείνος εκδικήθηκε των μνηστήρων
την παράνομη βία.»
Έτσι της μίλησε, και τότε η Πηνελόπη χαρούμενη πετιέται
από την κλίνη της, με τη γερόντισσα αγκαλιάστηκε, το δάκρυ στάζοντας
στα βλέφαρά της, κι αμέσως την προσφώνησε με λόγια
που πετούσαν σαν πουλιά:
«Έλα, μανούλα μου, και πες μου τώρα την αλήθεια· αν, όπως λες,
στο σπίτι ξαναγύρισε, πώς έβαλε στο χέρι
τόσους ξεδιάντροπους μνηστήρες — ένας αυτός κι οι άλλοι
τσούρμο μέσα στο παλάτι.»
Τον λόγο πήρε η καλή της παραμάνα, ξαναμιλώντας η Ευρύκλεια:
40«Δεν είδα και δεν ήξερα, άκουσα όμως το βαρύ τους
βογγητό την ώρα του θανατικού. Εμείς οι σκλάβες, φοβισμένες,
στο παραγώνι τραβηχτήκαμε, διπλομανταλωθήκαμε στην κάμαρή μας
την καλοχτισμένη· ώσπου ο Τηλέμαχος, ο γιος σου, βγαίνοντας
με φωνάζει — τον έστειλε ο πατέρας του να με καλέσει.
Και βρήκα τότε τον Οδυσσέα ορθό, να στέκει ανάμεσα
σε σώματα σφαγμένα, κι αυτοί στο πατημένο χώμα σωριασμένοι,
ένας πάνω στον άλλον. Αν έβλεπες κι εσύ, θα ᾽νιωθες
το αίμα σου ν᾽ ανάβει· έσταζε το κορμί λύθρο και αίμα — σωστό λιοντάρι.
Μα τώρα αυτοί, όλοι τους στοιβαγμένοι στις αυλόθυρες,
50κι ο Οδυσσέας άναψε φωτιά μεγάλη, θειαφίζει
το πάγκαλο παλάτι. Εκείνος μ᾽ έστειλε να σε φωνάξω.
Έλα λοιπόν ξωπίσω μου, οι δυο να σμίξετε σε αμοιβαία χαρά,
μετά από τόσα πάθη.
Τώρα επιτέλους συντελέστηκε η ατέρμονή σας προσμονή·
εφέστιος γύρισε εκείνος ζωντανός και ξαναβρήκε στο παλάτι
εσένα και τον γιο του· όσο για τους μνηστήρες
με τ᾽ ανόσια έργα, όλους τούς εκδικήθηκε
μέσα στο ίδιο του το σπίτι.»
Της αντιμίλησε η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Μη μου ξιπάζεσαι, μανούλα, με λόγια μεγαλόστομα στην τόση σου χαρά.
60Το ξέρεις πόσο ποθητός θα ᾽ταν εκείνος στον καθένα,
φανερωμένος στο παλάτι — σ᾽ εμένα περισσότερο
και στο βλαστάρι μας, τον γιο μας.
Αλλά δεν είναι αληθινός ο λόγος που ομολόγησες·
κάποιος θεός τούς σκότωσε τους μεγαλόφρονες μνηστήρες,
με την απάνθρωπή τους ύβρη οργισμένος, την άτιμή τους πράξη·
που δεν τιμούσαν άνθρωπο στη γη ασήμαντο ή και λαμπρό,
αν κάποιος έφτανε στην πόρτα τους. Αυτό το ανόμημα
το πλήρωσαν με τον χαμό τους. Ο Οδυσσέας όμως
έχασε τον νόστο του, μακριά από τα δικά μας μέρη —
ο ίδιος χάθηκε και πάει.»
|