Τα λόγια του άκουσε ο γενναίος Τηλέμαχος,
γύρισε στον πατέρα του κι από κοντά τού μίλησε:
«Παρακαλώ κρατήσου, και μη χτυπάς έναν αθώο με το χάλκινο σπαθί σου.
Λέω να σώσουμε ακόμη και τον Μέδοντα, τον κήρυκα, που όσο εγώ ήμουν
παιδί ακόμη, πάντα με φρόντιζε στο σπίτι. Εκτός κι αν πρόλαβε ο Φιλοίτιος
ή ο χοιροβοσκός και τον θανάτωσαν· μπορεί κι εσύ,
κάποια στιγμή που βρέθηκε μπροστά σου, όταν ορμούσες κι έσφαζες
360μέσα σ᾽ αυτό το σπίτι.»
Τον λόγο του ο Μέδων άκουσε, στη σκέψη πάντα φρόνιμος.
Είχε στο μεταξύ κουρνιάσει κάτω από κάποιο κάθισμα,
κουκουλωμένος με βοδίσιο φρέσκο δέρμα, μήπως γλιτώσει
τον μαύρο χαλασμό του.
Εκείνην όμως τη στιγμή ξεμύτισε, πέταξε από πάνω του
το δέρμα του βοδιού, έτρεξε στον Τηλέμαχο,
γονατιστός πιάνει τα γόνατά του, και τον ικέτευε
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, να με μπροστά σου ζωντανός. Κρατήσου εσύ και πες
και στον πατέρα σου το σώμα μου να μη χαλάσει με το χάλκινο σπαθί
στην ακατάσχετή του ορμή, με τους μνηστήρες
χολωμένος, που ρήμαξαν το σπιτικό του κι εσένα οι μωροί
370τόσο σ᾽ αψήφησαν.»
Του χαμογέλασε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Θάρρος, σ᾽ έσωσε τώρα αυτός και σε γλιτώνει.
Όμως να μάθεις μέσα σου κι εσύ και να το πεις στους άλλους·
έργα καλά βγαίνουν ανώτερα από την έμπρακτη κακία.
Μα τώρα βγείτε οι δυο σας έξω, μείνετε καθισμένοι στην αυλή,
μακριά απ᾽ αυτό το φονικό, εσύ κι ο φημισμένος αοιδός·
εμένα αφήστε με το χρέος μου να κάνω μέσα στο σπίτι μου.»
Τον άκουσαν κι υπάκουσαν, αμέσως βγήκαν έξω από την αίθουσα,
πήγαν και κάθησαν πλάι στον βωμό του Δία,
μεγαλοδύναμου προστάτη, ενώ το μάτι τους αλαφιασμένο
380ολόγυρα κοιτούσε, γιατί κρατούσε ακόμη ο φόβος του θανάτου.
Στο μεταξύ κι ο Οδυσσέας στύλωνε παντού το βλέμμα του, μήπως και δει
κάποιον που ξέμεινε σώος ακόμη και κρυμμένος, μήπως γλιτώσει από τον θάνατο.
Τότε τους είδε όλους, πολλούς στο αίμα και στη σκόνη
βουτηγμένους, κάτω πεσμένους. Ωσάν τα ψάρια που οι ψαράδες
τα τραβούν στο κοίλο περιγιάλι με το πολύτρυπό τους δίχτυ,
έξω απ᾽ την αφρισμένη θάλασσα, κι αυτά, στην αμμουδιά χυμένα,
από τον πόθο σπαρταρούν για το θαλάσσιο κύμα,
ώσπου λαμπρός ο ήλιος πια τα θανατώνει· όμοιοι με ψάρια κι οι μνηστήρες,
χύμα κι αυτοί ένας πάνω στον άλλο σωριασμένοι.
390Τότε πολύγνωμος στράφηκε στον Τηλέμαχο ο Οδυσσέας μιλώντας:
«Τηλέμαχε, άμε και φώναξε την παραμάνα Ευρύκλεια,
έχω ένα λόγο να της πω που μέσα μου τον συλλογίζομαι.»
Του μίλησε, κι αυτός, υπάκουος στον πατέρα του, τρέχοντας
πήρε να χτυπά την πόρτα, φωνάζοντας στην παραμάνα Ευρύκλεια:
«Έλα και μέσα πέρασε, γερόντισσα πολύχρονη, εσύ που επιστατείς
τις άλλες δούλες, γυναίκες που κυκλοφορούν στο σπιτικό μας·
βιάσου, ο πατέρας μου σε θέλει, που κάτι έχει να σου πει.»
|