Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (5.43.1-5.46.3)

[5.43.1] Κατὰ τοιαύτην δὴ διαφορὰν ὄντων τῶν Λακεδαιμονίων πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, οἱ ἐν ταῖς Ἀθήναις αὖ βουλόμενοι λῦσαι τὰς σπονδὰς εὐθὺς ἐνέκειντο. [5.43.2] ἦσαν δὲ ἄλλοι τε καὶ Ἀλκιβιάδης ὁ Κλεινίου, ἀνὴρ ἡλικίᾳ μὲν ἔτι τότε ὢν νέος ὡς ἐν ἄλλῃ πόλει, ἀξιώματι δὲ προγόνων τιμώμενος· ᾧ ἐδόκει μὲν καὶ ἄμεινον εἶναι πρὸς τοὺς Ἀργείους μᾶλλον χωρεῖν, οὐ μέντοι ἀλλὰ καὶ φρονήματι φιλονικῶν ἠναντιοῦτο, ὅτι Λακεδαιμόνιοι διὰ Νικίου καὶ Λάχητος ἔπραξαν τὰς σπονδάς, ἑαυτὸν κατά τε τὴν νεότητα ὑπεριδόντες καὶ κατὰ τὴν παλαιὰν προξενίαν ποτὲ οὖσαν οὐ τιμήσαντες, ἣν τοῦ πάππου ἀπειπόντος αὐτὸς τοὺς ἐκ τῆς νήσου αὐτῶν αἰχμαλώτους θεραπεύων διενοεῖτο ἀνανεώσασθαι. [5.43.3] πανταχόθεν τε νομίζων ἐλασσοῦσθαι τό τε πρῶτον ἀντεῖπεν, οὐ βεβαίους φάσκων εἶναι Λακεδαιμονίους, ἀλλ᾽ ἵνα Ἀργείους σφίσι σπεισάμενοι ἐξέλωσι καὶ αὖθις ἐπ᾽ Ἀθηναίους μόνους ἴωσι, τούτου ἕνεκα σπένδεσθαι αὐτούς, καὶ τότε, ἐπειδὴ ἡ διαφορὰ ἐγεγένητο, πέμπει εὐθὺς ἐς Ἄργος ἰδίᾳ, κελεύων ὡς τάχιστα ἐπὶ τὴν ξυμμαχίαν προκαλουμένους ἥκειν μετὰ Μαντινέων καὶ Ἠλείων, ὡς καιροῦ ὄντος καὶ αὐτὸς ξυμπράξων τὰ μάλιστα.
[5.44.1] Οἱ δὲ Ἀργεῖοι ἀκούσαντες τῆς τε ἀγγελίας καὶ ἐπειδὴ ἔγνωσαν οὐ μετ᾽ Ἀθηναίων πραχθεῖσαν τὴν τῶν Βοιωτῶν ξυμμαχίαν, ἀλλ᾽ ἐς διαφορὰν μεγάλην καθεστῶτας αὐτοὺς πρὸς τοὺς Λακεδαιμονίους, τῶν μὲν ἐν Λακεδαίμονι πρέσβεων, οἳ σφίσι περὶ τῶν σπονδῶν ἔτυχον ἀπόντες, ἠμέλουν, πρὸς δὲ τοὺς Ἀθηναίους μᾶλλον τὴν γνώμην εἶχον, νομίζοντες πόλιν τε σφίσι φιλίαν ἀπὸ παλαιοῦ καὶ δημοκρατουμένην ὥσπερ καὶ αὐτοὶ καὶ δύναμιν μεγάλην ἔχουσαν τὴν κατὰ θάλασσαν ξυμπολεμήσειν σφίσιν, ἢν καθιστῶνται ἐς πόλεμον. [5.44.2] ἔπεμπον οὖν εὐθὺς πρέσβεις ὡς τοὺς Ἀθηναίους περὶ τῆς ξυμμαχίας· ξυνεπρεσβεύοντο δὲ καὶ Ἠλεῖοι καὶ Μαντινῆς.
[5.44.3] Ἀφίκοντο δὲ καὶ Λακεδαιμονίων πρέσβεις κατὰ τάχος, δοκοῦντες ἐπιτήδειοι εἶναι τοῖς Ἀθηναίοις, Φιλοχαρίδας καὶ Λέων καὶ Ἔνδιος, δείσαντες μὴ τήν τε ξυμμαχίαν ὀργιζόμενοι πρὸς τοὺς Ἀργείους ποιήσωνται, καὶ ἅμα Πύλον ἀπαιτήσοντες ἀντὶ Πανάκτου καὶ περὶ τῆς Βοιωτῶν ξυμμαχίας ἀπολογησόμενοι, ὡς οὐκ ἐπὶ κακῷ τῶν Ἀθηναίων ἐποιήσαντο. [5.45.1] καὶ λέγοντες ἐν τῇ βουλῇ περί τε τούτων καὶ ὡς αὐτοκράτορες ἥκουσι περὶ πάντων ξυμβῆναι τῶν διαφόρων, τὸν Ἀλκιβιάδην ἐφόβουν μὴ καί, ἢν ἐς τὸν δῆμον ταῦτα λέγωσιν, ἐπαγάγωνται τὸ πλῆθος καὶ ἀπωσθῇ ἡ Ἀργείων ξυμμαχία. [5.45.2] μηχανᾶται δὲ πρὸς αὐτοὺς τοιόνδε τι ὁ Ἀλκιβιάδης· τοὺς Λακεδαιμονίους πείθει πίστιν αὐτοῖς δούς, ἢν μὴ ὁμολογήσωσιν ἐν τῷ δήμῳ αὐτοκράτορες ἥκειν, Πύλον τε αὐτοῖς ἀποδώσειν (πείσειν γὰρ αὐτὸς Ἀθηναίους, ὥσπερ καὶ νῦν ἀντιλέγειν) καὶ τἆλλα ξυναλλάξειν. [5.45.3] βουλόμενος δὲ αὐτοὺς Νικίου τε ἀποστῆσαι ταῦτα ἔπρασσε καὶ ὅπως ἐν τῷ δήμῳ διαβαλὼν αὐτοὺς ὡς οὐδὲν ἀληθὲς ἐν νῷ ἔχουσιν οὐδὲ λέγουσιν οὐδέποτε ταὐτά, τοὺς Ἀργείους καὶ Ἠλείους καὶ Μαντινέας ξυμμάχους ποιήσῃ. [5.45.4] καὶ ἐγένετο οὕτως. ἐπειδὴ γὰρ ἐς τὸν δῆμον παρελθόντες καὶ ἐπερωτώμενοι οὐκ ἔφασαν ὥσπερ ἐν τῇ βουλῇ αὐτοκράτορες ἥκειν, οἱ Ἀθηναῖοι οὐκέτι ἠνείχοντο, ἀλλὰ τοῦ Ἀλκιβιάδου πολλῷ μᾶλλον ἢ πρότερον καταβοῶντος τῶν Λακεδαιμονίων ἐσήκουόν τε καὶ ἑτοῖμοι ἦσαν εὐθὺς παραγαγόντες τοὺς Ἀργείους καὶ τοὺς μετ᾽ αὐτῶν ξυμμάχους ποιεῖσθαι· σεισμοῦ δὲ γενομένου πρίν τι ἐπικυρωθῆναι, ἡ ἐκκλησία αὕτη ἀνεβλήθη. [5.46.1] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἐκκλησίᾳ ὁ Νικίας, καίπερ τῶν Λακεδαιμονίων αὐτῶν ἠπατημένων καὶ αὐτὸς ἐξηπατημένος περὶ τοῦ μὴ αὐτοκράτορας ὁμολογῆσαι ἥκειν, ὅμως τοῖς Λακεδαιμονίοις ἔφη χρῆναι φίλους μᾶλλον γίγνεσθαι, καὶ ἐπισχόντας τὰ πρὸς Ἀργείους πέμψαι ἔτι ὡς αὐτοὺς καὶ εἰδέναι ὅτι διανοοῦνται, λέγων ἐν μὲν τῷ σφετέρῳ καλῷ, ἐν δὲ τῷ ἐκείνων ἀπρεπεῖ τὸν πόλεμον ἀναβάλλεσθαι· σφίσι μὲν γὰρ εὖ ἑστώτων τῶν πραγμάτων ὡς ἐπὶ πλεῖστον ἄριστον εἶναι διασώσασθαι τὴν εὐπραγίαν, ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσιν ὅτι τάχιστα εὕρημα εἶναι διακινδυνεῦσαι. [5.46.2] ἔπεισέ τε πέμψαι πρέσβεις, ὧν καὶ αὐτὸς ἦν, κελεύσοντας Λακεδαιμονίους, εἴ τι δίκαιον διανοοῦνται, Πάνακτόν τε ὀρθὸν ἀποδιδόναι καὶ Ἀμφίπολιν, καὶ τὴν Βοιωτῶν ξυμμαχίαν ἀνεῖναι, ἢν μὴ ἐς τὰς σπονδὰς ἐσίωσι, καθάπερ εἴρητο ἄνευ ἀλλήλων μηδενὶ ξυμβαίνειν. [5.46.3] εἰπεῖν τε ἐκέλευον ὅτι καὶ σφεῖς, εἰ ἐβούλοντο ἀδικεῖν, ἤδη ἂν Ἀργείους ξυμμάχους πεποιῆσθαι, ὡς παρεῖναί γ᾽ αὐτοὺς αὐτοῦ τούτου ἕνεκα. εἴ τέ τι ἄλλο ἐνεκάλουν, πάντα ἐπιστείλαντες ἀπέπεμψαν τοὺς περὶ τὸν Νικίαν πρέσβεις.

[5.43.1] Καθώς δημιουργήθηκαν οι προστριβές αυτές μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αθηναίων όσοι, στην Αθήνα, ήθελαν να λυθούν οι σπονδές, ανάπτυξαν αμέσως δραστηριότητα. [5.43.2] Πρώτος μεταξύ τους ήταν ο Αλκιβιάδης του Κλεινίου, ο οποίος ήταν πολύ νέος. Σε άλλη πολιτεία, τουλάχιστον, θα τον θεωρούσαν πολύ νέο, αλλά επειδή ήταν από μεγάλη γενιά τον τιμούσαν πολύ. Είχε, βέβαια, την πεποίθηση ότι ήταν συμφερότερη η συμμαχία με το Άργος, αλλά ήταν αντίθετος προς την Σπάρτη από φιλότιμο, επειδή οι Λακεδαιμόνιοι είχαν διαπραγματευθεί την ειρήνη με τον Νικία και τον Λάχητα και τον είχαν παραμερίσει εξαιτίας της νεότητάς του, αλλά και δεν τον είχαν τιμήσει καθώς έπρεπε, αφού η οικογένειά του από παλιά, ήταν πρόξενος της Σπάρτης. Από το αξίωμα αυτό είχε παραιτηθεί ο παππούς του, αλλά ο ίδιος είχε επιδιώξει να το ξαναπάρει και γι᾽ αυτό είχε περιποιηθεί τους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας. [5.43.3] Θεωρώντας ότι, από κάθε άποψη είχε υποστεί μείωση, είχε εκδηλώσει αμέσως την αντίθεσή του προς την ειρήνη, λέγοντας ότι δεν μπορούσε κανείς να έχει εμπιστοσύνη στους Λακεδαιμονίους, οι οποίοι είχαν κάνει ειρήνη με τους Αθηναίους με σκοπό να συντρίψουν το Άργος και μετά να στραφούν πάλι εναντίον των απομονωμένων πια Αθηναίων. Έτσι, όταν δημιουργήθηκαν οι προστριβές, έστειλε ευθύς προσωπικό μήνυμα στο Άργος και συμβούλευε να έρθουν αμέσως Αργείοι με Μαντινείς και Ηλείους, για να καλέσουν την Αθήνα να προσχωρήσει στην συμμαχία τους. Ήταν η περίσταση κατάλληλη και ο ίδιος θα τους βοηθούσε μ᾽ όλη του την δύναμη.
[5.44.1] Οι Αργείοι πήραν το μήνυμα κι επειδή είχαν καταλάβει ότι η συμμαχία των Λακεδαιμονίων με τους Βοιωτούς δεν είχε γίνει με την συγκατάθεση των Αθηναίων, οι οποίοι αντίθετα βρίσκονταν σε μεγάλη αντίθεση με τους Λακεδαιμονίους, αδιαφόρησαν για τους πρέσβεις τους, που ήσαν στην Σπάρτη για να κάνουν συμμαχία, και η προσοχή τους στράφηκε προς την Αθήνα. Σκέπτονταν ότι, από παλιά, ήταν φιλική τους πολιτεία που είχε δημοκρατικό καθεστώς, σαν το δικό τους, και είχε μεγάλη ναυτική δύναμη. Αν το Άργος βρισκόταν στην ανάγκη να πολεμήσει, θα ήταν ισχυρός σύμμαχος. [5.44.2] Έστειλαν, λοιπόν, αμέσως πρέσβεις στην Αθήνα για να κάνουν συμμαχία. Τους συνόδεψαν Ηλείοι και Μαντινείς πρέσβεις. [5.44.3] Έφτασαν βιαστικά πρέσβεις και από την Λακεδαίμονα, ο Φιλοχαρίδας, ο Λέων και ο Ένδιος, πρόσωπα που ήσαν αρεστά στους Αθηναίους. Οι Λακεδαιμόνιοι φοβόνταν μήπως οι Αθηναίοι, επάνω στην οργή τους, κάνουν συμμαχία με το Άργος. Ήθελαν και ν᾽ απαιτήσουν να τους αποδοθεί η Πύλος, αντάλλαγμα του Πανάκτου, και να δικαιολογήσουν την συμμαχία τους με τους Βοιωτούς, εξηγώντας ότι δεν την είχαν κάνει για να βλάψουν τους Αθηναίους.
[5.45.1] Όταν τα ανάπτυξαν αυτά μπροστά στην βουλή και είπαν ότι έχουν απόλυτη πληρεξουσιότητα για να ρυθμίσουν όλες τις διαφορές, ο Αλκιβιάδης φοβήθηκε μήπως, αν πουν τα ίδια πράγματα στην Εκκλησία του Δήμου, παρασύρουν το πλήθος και αποκρουστεί η συμμαχία με το Άργος. [5.45.2] Μηχανεύτηκε, λοιπόν, το εξής: Κατόρθωσε, δίνοντας όρκους, να τους πείσει ότι, αν δεν έλεγαν στην Εκκλησία του Δήμου ότι έχουν απόλυτη πληρεξουσιότητα, τότε θα τους απέδιδε την Πύλο (θα ήταν σε θέση, είπε, να πείσει τους Αθηναίους όπως ήταν σε θέση, έως τώρα, να τους αποτρέπει να το κάνουν) και θα μπορούσε να επιτύχει συμβιβαστικές λύσεις για όλα τα άλλα ζητήματα. [5.45.3] Σκοπός του ήταν να τους αποσπάσει από τον Νικία και να τους εκθέσει μπροστά στο πλήθος, καταγγέλλοντάς τους ότι δεν είναι ειλικρινείς και ότι υπαναχωρούν συνεχώς. Έτσι θα πετύχαινε να γίνει συμμαχία με τους Αργείους, τους Ηλείους και τους Μαντινείς. [5.45.4] Έτσι κι έγινε. Όταν οι πρέσβεις παρουσιάστηκαν στην Εκκλησία του Δήμου και τους ρώτησαν αν είχαν απόλυτη πληρεξουσιότητα, αποκρίθηκαν αρνητικά και αντίθετα απ᾽ ότι είχαν πει στην Βουλή. Οι Αθηναίοι, τότε, θεώρησαν ότι αυτό δεν ήταν πια ανεκτό και, παρασυρμένοι από τον Αλκιβιάδη που κατηγορούσε, τώρα, πολύ πιο έντονα τους Σπαρτιάτες, ήσαν έτοιμοι ν᾽ ακούσουν αμέσως τους Αργείους και τους συμμάχους τους, για να κάνουν μαζί τους συμμαχία. Αλλά προτού πάρουν καμιά απόφαση, έγινε σεισμός και η Εκκλησία αυτή αναβλήθηκε.
[5.46.1] Στην Εκκλησία της επομένης ο Νικίας, παρόλον ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εξαπατηθεί και είχε πιστέψει κι αυτός ο ίδιος ότι δεν είχαν απόλυτη πληρεξουσιότητα, υποστήριξε, παρ᾽ όλα αυτά, ότι έπρεπε να προτιμήσουν τη φιλία των Λακεδαιμονίων, ν᾽ αναβάλουν τις διαπραγματεύσεις με το Άργος και να στείλουν πρεσβεία στην Σπάρτη για να εξακριβώσουν ποιές ήσαν οι πραγματικές προθέσεις τους. Υποστήριξε ότι, αν απόφευγαν την επανάληψη του πολέμου, αυτό θα ύψωνε το γόητρο των Αθηναίων και θα ταπείνωνε τους Λακεδαιμονίους, και ότι, αφού η κατάσταση για τους Αθηναίους ήταν τώρα ευνοϊκή, είχαν κάθε συμφέρον να την παρατείνουν, ενώ για τους Λακεδαιμονίους, που βρίσκονταν σε δύσκολη θέση, θα ήταν ευτύχημα να μπορέσουν να προσφύγουν στις τροπές του πολέμου. [5.46.2] Τους έπεισε να στείλουν πρέσβεις (μεταξύ τους και τον ίδιον) για να ζητήσουν από τους Λακεδαιμονίους, αν πραγματικά ήσαν καλόπιστοι, να τους αποδώσουν το Πάνακτον —αφού το ξαναχτίσουν— και την Αμφίπολη και ν᾽ ακυρώσουν την συμμαχία τους με τους Βοιωτούς (αφού Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι είχαν συμφωνήσει να μην κάνουν χωριστές συμμαχίες) εκτός εάν οι Βοιωτοί προσχωρούσαν στην συνθήκη ειρήνης. [5.46.3] Η πρεσβεία θα έλεγε ότι εάν και οι Αθηναίοι ήθελαν και αυτοί να παραβιάσουν την συνθήκη, θα είχαν κιόλας κάνει συμμαχία με τους Αργείους που είχαν στείλει αποστολή γι᾽ αυτόν τον σκοπό. Έδωσαν οδηγίες στον Νικία και στους άλλους πρέσβεις και για όσα άλλα παράπονα είχαν, και τους έστειλαν στην Σπάρτη.