Αυτά ξεστόμισε ο βουκόλος ελικοκέρατων βοδιών. Μετά
σχεδόν εξ επαφής ο Οδυσσέας σημάδεψε με το μακρύ του δόρυ
τον γόνο του Δαμάστορα, ενώ ο Τηλέμαχος ακόντισε
τον γιο του Ευήνορα Ληόκριτο και στα λαγόνια του τον πέτυχε·
πέρασε ο χαλκός τα σπλάχνα, κι αυτός
γκρεμίστηκε πέφτοντας μπρούμυτα, το κούτελό του βρόντηξε
πάνω στο χώμα.
Την ίδια ώρα η Αθηνά τη φονική για τους βροτούς ασπίδα της σηκώνει,
ψηλά απ᾽ τη στέγη· σάλεψαν τότε οι φρένες των μνηστήρων,
στην αίθουσα σκορπίστηκαν. Ένα κοπάδι βόδια λες, που τα τρελαίνει
300μύγα ακούραστη πετώντας γύρω τους την εποχή της άνοιξης,
όταν οι μέρες μεγαλώνουν. Οι άλλοι απέναντι, γυπαετοί
γαμψώνυχοι, γαμψόραμφοι, που από τα όρη κατεβαίνουν
πέφτοντας πάνω σε πουλιά, κι εκείνα, αφήνοντας
τα νέφη φοβισμένα, ορμούν στον κάμπο να γλιτώσουν· οι γύπες όμως
χυμούν και τ᾽ αφανίζουν, γιατί τους απολείπει η δύναμη να φύγουν —
κυνήγι αυτό που οι κυνηγοί το χαίρονται. Έτσι κι οι τέσσερις,
μέσα στην αίθουσα ορμώντας, χτυπούσαν τους μνηστήρες, δεξιά
ζερβά, κι άγριος βόγγος έβγαινε, συντρίβονταν κεφάλια,
το πάτωμα παντού πλημμύρισε αίμα.
310Τότε ο Ληώδης τρέχοντας προσπέφτει στου Οδυσσέα τα γόνατα
και τον ικέτευε με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω στα γόνατά σου· έλεος, Οδυσσέα, σπλαχνίσου με.
Εγώ ποτέ δεν πείραξα σε τούτο το παλάτι καμιά γυναίκα,
ποτέ υβριστικά δεν φέρθηκα με λόγια κι έργα· αντίθετα
πολλές φορές δοκίμασα φρένο να βάλω στους μνηστήρες,
όποιος ανόσια έπραττε. Εκείνοι όμως, στο κακό ασυγκράτητοι,
δεν ήθελαν ν᾽ ακούσουν τίποτε. Τώρα το πλήρωσαν και χάθηκαν
φριχτά για τις ανόσιες πράξεις τους.
Εγώ ωστόσο, που μάντης ήμουν μόνο στις θυσίες, αθώος κινδυνεύω
να θανατωθώ, αφού δεν έχουν πια τα ευεργετήματα καμιάν ανταμοιβή.»
320Άγρια και λοξά τον κοίταξε ο Οδυσσέας πανούργος:
«Αν λες πως μόνο μάντευες για των μνηστήρων τις θυσίες,
τότε γιατί τόσες φορές ευχήθηκες να μη χαρώ κι εγώ
μέρα γλυκιά του γυρισμού; γιατί μαζί τους γύρευες
γυναίκα σου να κάνεις τη γυναίκα μου, να της γεννήσεις και παιδιά;
Λοιπόν, δεν θ᾽ αποφύγεις τώρα τον φονικό σου θάνατο.»
Αυτά φωνάζοντας, σηκώνει με το στιβαρό του χέρι το σπαθί
του Αγελάου — καθώς εκείνος έπεφτε νεκρός, του ξέφυγε το ξίφος
απ᾽ το χέρι. Μ᾽ αυτό τον χτύπησε καταμεσής στον σβέρκο,
όσο ακόμη εκείνος μίλαγε, κι αμέσως το κεφάλι του κυλίστηκε στη σκόνη.
330Και πάνω εκεί ο Φήμιος, του Τέρπιου γιος, ο αοιδός, πέτυχε
να ξεφύγει από τον μαύρο χάρο — αυτός που άθελά του
τραγουδούσε στους μνηστήρες.
Τώρα στα χέρια του κρατώντας τη γλυκόφθογγη κιθάρα,
όρθιος στήθηκε στο μεσοπόρτι, ενώ ο νους του μοιρασμένος
γύρευε τη λύση: έξω να βγει από το μέγαρο και να προσφύγει ικέτης
στον βωμό του Δία, χτισμένο στον αυλόγυρο για τον μεγαλοδύναμο θεό,
όπου συχνά στο παρελθόν ο Οδυσσέας κι ο πατέρας του
έκαιγαν προς τιμήν του μεριά βοδίσια; ή να προσπέσει στου Οδυσσέα τα γόνατα,
να τον παρακαλέσει; Κι όπως το σκέφτηκε καλύτερα, αυτό του φάνηκε
ωφελιμότερο, του Οδυσσέα τα γόνατα ν᾽ αγγίξει, που τον εγέννησε ο Λαέρτης.
340Οπότε αφήνει κάτω τη βαθουλή κιθάρα, ανάμεσα
σε κάποιο κάθισμα, δεμένο με καρφιά ασημένια,
και στον κρατήρα για κρασί· ύστερα τρέχει και προσπέφτει
στου Οδυσσέα τα γόνατα, θερμά παρακαλώντας
με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
«Πέφτω, Οδυσσέα, στα γόνατα· έλεος και σπλαχνίσου με.
Βάρος θα το ᾽χεις στην καρδιά σου, αν θανατώσεις αοιδό —
εμένα, που θεούς κι ανθρώπους τραγουδώ κι ευφραίνω.
Κι αν είμαι αυτοδίδακτος, κάποιος θεός εμπνέει μέσα μου
όσα τραγούδια τραγουδώ. Αν θες, κι εδώ για χάρη σου
μπορώ να τραγουδήσω, σε βλέπω σαν θεό.
Γι᾽ αυτό κρατήσου, μη με σφάξεις με χαλκό. Μπορεί κι ο ακριβός σου γιος
350να μαρτυρήσει, να σου το πει ο Τηλέμαχος, πως με το ζόρι κι άθελά μου
στα γλέντια των μνηστήρων τραγουδούσα· μ᾽ έσερναν με τη βία μέσα,
αυτοί που ήσαν περισσότεροι κι είχαν μεγάλη δύναμη.»
|