Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ

Παναθηναϊκός (12) (161-174)


[161] Ταῦτα δὲ διῆλθον οὐκ ἀγνοῶν ὅτι λέγειν τινὲς τολμήσουσιν ὡς ἔξω τῆς ὑποθέσεως τοῖς λόγοις τούτοις ἐχρησάμην. Ἐγὼ δ᾽ οὐδέποτ᾽ ἂν οἶμαι τοῖς προειρημένοις οἰκειοτέρους λόγους ῥηθῆναι τούτων, οὐδ᾽ ἐξ ὧν ἄν τις σαφέστερον ἐπιδείξειεν τοὺς προγόνους ἡμῶν φρονιμωτέρους ὄντας περὶ τὰ μέγιστα τῶν τήν τε πόλιν τὴν ἡμετέραν καὶ τὴν Σπαρτιατῶν μετὰ τὸν πόλεμον τὸν πρὸς Ξέρξην διοικησάντων. [162] Αὗται μὲν γὰρ ἂν φανεῖεν ἐν ἐκείνοις τε τοῖς χρόνοις πρὸς μὲν τοὺς βαρβάρους εἰρήνην ποιησάμεναι σφᾶς αὐτὰς καὶ τὰς ἄλλας πόλεις ἀπολλύουσαι, νῦν τε τῶν μὲν Ἑλλήνων ἄρχειν ἀξιοῦσαι, πρὸς δὲ τὸν βασιλέα πρέσβεις πέμπουσαι περὶ φιλίας καὶ συμμαχίας. Οἱ δὲ τότε τὴν πόλιν οἰκοῦντες οὐδὲν τούτων ἔπραττον, ἀλλὰ πᾶν τοὐναντίον· [163] τῶν μὲν γὰρ Ἑλληνίδων πόλεων οὕτως αὐτοῖς ἀπέχεσθαι σφόδρα δεδογμένον ἦν, ὥσπερ τοῖς εὐσεβεστάτοις τῶν ἐν τοῖς ἱεροῖς ἀνακειμένων, τῶν δὲ πολέμων ὑπελάμβανον ἀναγκαιότατον μὲν εἶναι καὶ δικαιότατον τὸν μετὰ πάντων ἀνθρώπων πρὸς τὴν ἀγριότητα τῶν θηρίων γιγνόμενον, ἕτερον δὲ τὸν μετὰ τῶν Ἑλλήνων πρὸς τοὺς βαρβάρους τοὺς καὶ φύσει πολεμίους ὄντας καὶ πάντα τὸν χρόνον ἐπιβουλεύοντας ἡμῖν. [164] Τοῦτον δ᾽ εἴρηκα τὸν λόγον οὐκ αὐτὸς εὑρὼν, ἀλλ᾽ ἐκ τῶν ἐκείνοις πεπραγμένων συλλογισάμενος Ὁρῶντες γὰρ τὰς μὲν ἄλλας πόλεις ἐν πολλοῖς κακοῖς καὶ πολέμοις καὶ ταραχαῖς οὔσας, τὴν δ᾽ αὑτῶν μόνην καλῶς διοικουμένην, οὐχ ἡγήσαντο δεῖν τοὺς ἄμεινον τῶν ἄλλων φρονοῦντας καὶ πράττοντας ἀμελεῖν, οὐδὲ περιορᾶν τὰς τῆς αὐτῆς συγγενείας μετεχούσας ἀπολλυμένας, ἀλλὰ σκεπτέον εἶναι καὶ πρακτέον ὅπως ἁπάσας ἀπαλλάξουσι τῶν κακῶν τῶν παρόντων. [165] Ταῦτα δὲ διανοηθέντες τῶν μὲν ἧττον νοσουσῶν πρεσβείαις καὶ λόγοις ἐξαιρεῖν ἐπειρῶντο τὰς διαφορὰς, εἰς δὲ τὰς μᾶλλον στασιαζούσας ἐξέπεμπον τῶν πολιτῶν τοὺς μεγίστην παρ᾽ αὐτοῖς δόξαν ἔχοντας, οἳ περί τε τῶν παρόντων πραγμάτων αὐταῖς συνεβούλευον, καὶ συγγιγνόμενοι τοῖς τε μὴ δυναμένοις ἐν ταῖς αὑτῶν ζῆν καὶ τοῖς χεῖρον γεγονόσιν ὧν οἱ νόμοι προστάττουσιν, οἵπερ ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λυμαίνονται τὰς πόλεις, ἔπειθον μεθ᾽ αὑτῶν στρατεύεσθαι καὶ βίον ζητεῖν βελτίω τοῦ παρόντος. [166] Πολλῶν δὲ γιγνομένων τῶν ταῦτα βουλομένων καὶ πειθομένων, στρατόπεδα συνιστάντες ἐξ αὐτῶν, τούς τε τὰς νήσους κατέχοντας τῶν βαρβάρων καὶ τοὺς ἐφ᾽ ἑκατέρας τῆς ἠπείρου τὴν παραλίαν κατοικοῦντας καταστρεφόμενοι καὶ πάντας ἐκβαλόντες, τοὺς μάλιστα βίου δεομένους τῶν Ἑλλήνων κατῴκιζον. Καὶ ταῦτα πράττοντες καὶ τοῖς ἄλλοις ὑποδεικνύοντες διετέλουν, ἕως ἤκουσαν Σπαρτιάτας τὰς πόλεις τὰς ἐν Πελοποννήσῳ κατοικούσας, ὥσπερ εἶπον, ὑφ᾽ αὑτοῖς πεποιημένους· μετὰ δὲ ταῦτα τοῖς ἰδίοις ἠναγκάζοντο προσέχειν τὸν νοῦν.
[167] Τί οὖν ἐστὶν τὸ συμβεβηκὸς ἀγαθὸν ἐκ τοῦ πολέμου τοῦ περὶ τὰς ἀποικίας καὶ ‹τῆς› πραγματείας; Τοῦτο γὰρ οἶμαι μάλιστα ποθεῖν ἀκοῦσαι τοὺς πολλούς. Τοῖς μὲν Ἕλλησιν εὐπορωτέροις γενέσθαι τὰ περὶ τὸν βίον καὶ μᾶλλον ὁμονοεῖν τοσούτων τὸ πλῆθος καὶ τοιούτων ἀνθρώπων ἀπαλλαγεῖσιν, τοῖς δὲ βαρβάροις ἐκπίπτειν ἐκ τῆς αὑτῶν καὶ φρονεῖν ἔλαττον ἢ πρότερον, τοῖς δ᾽ αἰτίοις τούτων γεγενημένοις εὐδοκιμεῖν καὶ δοκεῖν διπλασίαν πεποιηκέναι τὴν Ἑλλάδα τῆς ἐξ ἀρχῆς συστάσης. [168] Μεῖζον μὲν οὖν εὐεργέτημα τούτου καὶ κοινότερον τοῖς Ἕλλησι γεγενημένον παρὰ τῶν προγόνων τῶν ἡμετέρων οὐκ ἂν δυναίμην ἐξευρεῖν· οἰκειότερον δὲ τῇ περὶ τὸν πόλεμον ἐπιμελείᾳ καὶ δόξης οὐκ ἐλάττονος ἄξιον καὶ πᾶσι φανερώτερον ἴσως ἕξομεν εἰπεῖν. Τίς γὰρ οὐκ οἶδεν ἢ τίς οὐκ ἀκήκοεν τῶν τραγῳδοδιδασκάλων Διονυσίοις τὰς Ἀδράστῳ γενομένας ἐν Θήβαις συμφορὰς, [169] ὅτι κατάγειν βουληθεὶς τὸν Οἰδίπου μὲν υἱὸν, αὑτοῦ δὲ κηδεστὴν, παμπληθεῖς μὲν Ἀργείων ἀπώλεσεν, ἅπαντας δὲ τοὺς λοχαγοὺς ἐπεῖδεν διαφθαρέντας, αὐτὸς δ᾽ ἐπονειδίστως σωθεὶς, ἐπειδὴ σπονδῶν οὐχ οἷός τ᾽ ἦν τυχεῖν οὐδ᾽ ἀνελέσθαι τοὺς τετελευτηκότας, ἱκέτης γενόμενος τῆς πόλεως ἔτι Θησέως αὐτὴν διοικοῦντος ἐδεῖτο μὴ περιιδεῖν τοιούτους ἄνδρας ἀτάφους γενομένους μηδὲ παλαιὸν ἔθος καὶ πάτριον νόμον καταλυόμενον, ᾧ πάντες ἄνθρωποι χρώμενοι διατελοῦσιν οὐχ ὡς ὑπ᾽ ἀνθρωπίνης κειμένῳ φύσεως, ἀλλ᾽ ὡς ὑπὸ δαιμονίας προστεταγμένῳ δυνάμεως. [170] Ὧν ἀκούσας οὐδένα χρόνον ἐπισχὼν ὁ δῆμος ἔπεμψεν πρεσβείαν εἰς Θήβας, περί τε τῆς ἀναιρέσεως συμβουλεύσοντας αὐτοῖς ὁσιώτερον βουλεύσασθαι καὶ τὴν ἀπόκρισιν νομιμωτέραν ποιήσασθαι τῆς πρότερον γενομένης, κἀκεῖν᾽ ὑποδείξοντας, ὡς ἡ πόλις αὐτοῖς οὐκ ἐπιτρέψει παραβαίνουσι τὸν νόμον τὸν κοινὸν ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων. [171] Ὧν ἀκούσαντες οἱ κύριοι τότ᾽ ὄντες Θηβῶν οὐχ ὁμοίως ἔγνωσαν οὔτε ταῖς δόξαις αἷς ἔχουσίν τινες περὶ αὐτῶν, οὔθ᾽ οἷς ἐβουλεύσαντο πρότερον, ἀλλὰ μετρίως περὶ αὑτῶν τε διαλεχθέντες καὶ τῶν ἐπιστρατευσάντων κατηγορήσαντες ἔδοσαν τῇ πόλει τὴν ἀναίρεσιν. [172] Καὶ μηδεὶς οἰέσθω μ᾽ ἀγνοεῖν, ὅτι τἀναντία τυγχάνω λέγων οἷς ἐν τῷ Πανηγυρικῷ λόγῳ φανείην ἂν περὶ τῶν αὐτῶν τούτων γεγραφώς· ἀλλὰ γὰρ οὐδένα νομίζω τῶν ταῦτα συνιδεῖν ἂν δυνηθέντων τοσαύτης ἀμαθίας εἶναι καὶ φθόνου μεστὸν, ὅστις οὐκ ἂν ἐπαινέσειέ με καὶ σωφρονεῖν ἡγήσαιτο τότε μὲν ἐκείνως, νῦν δ᾽ οὕτω διαλεχθέντα περὶ αὐτῶν. [173] Περὶ μὲν οὖν τούτων οἶδ᾽ ὅτι καλῶς γέγραφα καὶ συμφερόντως· ὅσον δ᾽ ἡ πόλις ἡμῶν διέφερε τὰ περὶ τὸν πόλεμον κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, —τοῦτο γὰρ ἀποδεῖξαι βουλόμενος διῆλθον τὰ γενόμενα Θήβησιν—, ἡγοῦμαι τὴν πρᾶξιν ἐκείνην ἅπασι σαφῶς δηλοῦν τὴν τὸν μὲν βασιλέα τῶν Ἀργείων ἀναγκάσασαν ἱκέτην γενέσθαι τῆς πόλεως τῆς ἡμετέρας, [174] τοὺς δὲ κυρίους ὄντας Θηβῶν οὕτω διαθεῖσαν ὥσθ᾽ ἑλέσθαι μᾶλλον αὐτοὺς ἐμμεῖναι τοῖς λόγοις τοῖς ὑπὸ τῆς πόλεως πεμφθεῖσιν ἢ τοῖς νόμοις τοῖς ὑπὸ τοῦ δαιμονίου κατασταθεῖσιν· ὧν οὐδὲν ἂν οἵα τ᾽ ἐγένετο διοικῆσαι κατὰ τρόπον ἡ πόλις ἡμῶν, εἰ μὴ καὶ τῇ δόξῃ καὶ τῇ δυνάμει πολὺ διήνεγκε τῶν ἄλλων.


[161] Ανέπτυξα αυτά, χωρίς να αγνοώ ότι κάποιοι δεν θα διστάσουν να πουν ότι τα επιχειρήματα αυτά που επικαλέστηκα είναι έξω από την υπόθεση. Εγώ όμως πιστεύω ότι ποτέ δεν θα διατυπωθούν επιχειρήματα πιο σχετικά από αυτά προς τα όσα έχουν προαναφερθεί ούτε και τέτοια με τα οποία θα μπορούσε κάποιος να δείξει με πιο σαφή τρόπο ότι οι πρόγονοί μας ήταν περισσότερο σώφρονες για τα πιο σπουδαία ζητήματα από εκείνους που κυβέρνησαν την πόλη μας και τη Σπάρτη μετά τον πόλεμο εναντίον του Ξέρξη. [162] Γιατί θα φανεί ότι αυτές οι δυο πόλεις εκείνη την εποχή είχαν κάνει ειρήνη με τους βαρβάρους, ενώ κατέστρεφαν τους εαυτούς τους και τις άλλες ελληνικές πόλεις· και σήμερα, ενώ έχουν την αξίωση να γίνουν ηγέτες των Ελλήνων, στέλνουν πρέσβεις στον βασιλιά των Περσών για φιλία και συμμαχία. Οι κυβερνώντες όμως τότε την πόλη μας δεν έκαναν τίποτε από αυτά, αλλά το εντελώς αντίθετο. [163] Είχαν λάβει αυστηρή απόφαση να αποφεύγουν να βλάπτουν τις ελληνικές πόλεις, όπως ακριβώς οι ευσεβείς άνθρωποι αποφεύγουν να βάζουν χέρι στα αφιερώματα των ναών· από τους πολέμους θεωρούσαν ως πλέον αναγκαίο και δίκαιο εκείνον που διεξήγαν με όλον τον κόσμο εναντίον της αγριότητας των θηρίων, ενώ σε δεύτερη μοίρα έθεταν τον πόλεμο των Ελλήνων κατά των βαρβάρων, των φυσικών μας εχθρών που συνεχώς μας επιβουλεύονται.
[164] Τα όσα έχω πει ως εδώ δεν είναι αποκύημα της φαντασίας μου αλλά το συμπέρασμα σκέψης από τις πράξεις των προγόνων. Βλέποντας δηλαδή εκείνοι τις άλλες πόλεις να μαστίζονται από πολλά κακά, πολέμους και ταραχές, και μόνο η δική μας να κυβερνιέται καλά, σκέφτηκαν ότι όσοι είναι πιο λογικοί και πιο ευτυχισμένοι από τους άλλους δεν έπρεπε να αδιαφορούν ούτε να στέκονται απλοί θεατές, όταν καταστρέφονται πόλεις φυλετικά συγγενείς τους, αλλά ότι είναι καθήκον τους να σκεφτούν και να ενεργήσουν, ώστε να τις απαλλάξουν όλες από τα παρόντα κακά. [165] Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, τις διαφορές στις πόλεις όπου η νοσηρή κατάσταση ήταν λιγότερο βαριά προσπαθούσαν να τις εξομαλύνουν με τη μεσολάβηση πρέσβεων και με συμβουλές, ενώ σε εκείνες στις οποίες οι εσωτερικές ταραχές ήταν σοβαρότερες έστελναν τους πιο ευυπόληπτους συμπολίτες τους, οι οποίοι τους συμβούλευαν για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν και, ερχόμενοι σε επαφή τόσο με όσους δεν μπορούσαν πλέον να ζουν στην πατρίδα τους όσο και με εκείνους που δεν έλεγαν να συμμορφωθούν στις προσταγές των νόμων, άτομα που ως επί το πλείστον λυμαίνονται τις πόλεις, τους έπειθαν να εκστρατεύσουν μαζί τους και να αναζητήσουν καλύτερες συνθήκες ζωής από αυτές που είχαν. [166] Και, όταν αυτοί που έρεπαν προς αυτά και πείθονταν γίνονταν πολλοί, συγκροτούσαν από αυτούς στρατιωτικά σώματα και προσπαθούσαν να υποτάξουν τους βαρβάρους που κατείχαν τα νησιά και ήταν εγκαταστημένοι στα παράλια των δύο ηπείρων· και αφού τους έδιωξαν όλους, άρχισαν να εγκαθιστούν εκεί τους πιο φτωχούς Έλληνες. Συνέχιζαν να ενεργούν κατ᾽ αυτόν τον τρόπο και να συνιστούν και στους υπόλοιπους να κάνουν το ίδιο, ώσπου έμαθαν ότι οι Σπαρτιάτες είχαν υποτάξει, όπως ανέφερα, τις πόλεις της Πελοποννήσου. Ύστερα από αυτά, αναγκάζονταν να στρέψουν την προσοχή τους στις δικές τους υποθέσεις.
[167] Ποιό λοιπόν είναι το καλό που έχει προέλθει από τον πόλεμο και τους μόχθους που αναλάβαμε για την ίδρυση των αποικιών; Γιατί νομίζω πως την απάντηση πάνω σ᾽ αυτό κυρίως επιθυμούν οι περισσότεροι πάρα πολύ να ακούσουν. Όσον αφορά στους Έλληνες, το πλεονέκτημα ήταν να αποκτήσουν περισσότερους πόρους για τη ζωή τους και να είναι περισσότερο μονοιασμένοι, καθώς απαλλάχτηκαν από τόσο πολλούς και τέτοιου φυράματος ανθρώπους· όσον αφορά στους βαρβάρους, αυτοί διώχτηκαν από τον τόπο τους και έγιναν λιγότερο αλαζόνες από όσο προηγουμένως· τέλος, όσο για εκείνους που συνετέλεσαν σ᾽ αυτά, απέκτησαν μεγάλο κύρος και θεωρήθηκε ότι έχουν κάνει την Ελλάδα διπλάσια από όση ήταν από τότε που αρχικά είχε συσταθεί.
[168] Δεν θα μπορούσα να βρω πιο μεγάλη ευεργεσία από αυτήν που να αφορά γενικά όλους τους Έλληνες προερχόμενη από τους προγόνους μας· ίσως όμως μπορούμε να αναφέρουμε ένα γεγονός σχετικότερο με την άσκηση στα πολεμικά και άξιο όχι μικρότερης φήμης και πιο φανερό σε όλους. Ποιός αλήθεια δεν γνωρίζει ή ποιός δεν έχει ακούσει από τους τραγικούς ποιητές στη γιορτή των Διονυσίων για τις συμφορές του Αδράστου στη Θήβα, [169] ότι, θέλοντας να επαναφέρει στην πατρίδα του τον γιο τού Οιδίποδα και γαμπρό του, έχασε στη μάχη πλήθος Αργείων στρατιωτών και είδε να αφανίζονται όλοι οι βαθμοφόρου του· ο ίδιος, αφού γλίτωσε κατά τρόπο επονείδιστο, επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει ανακωχή και να παραλάβει τους νεκρούς για ενταφιασμό, κατέφυγε ικέτης στην πόλη μας, όταν την κυβερνούσε ακόμη ο Θησέας, και ζητούσε από τους προγόνους μας να μην επιτρέψουν να μείνουν άταφοι τέτοιοι άνδρες ούτε και να ανεχτούν να καταργείται παλαιό και πατροπαράδοτο έθιμο, που τηρεί χωρίς διακοπή όλος ο κόσμος, αφού, καθώς πιστεύουν, δεν έχει θεσπιστεί από ανθρώπινη φύση, αλλά έχει επιβληθεί από θεϊκή δύναμη; [170] Όταν ο λαός μας άκουσε αυτά, χωρίς να χάσει καθόλου καιρό έστειλε αντιπροσώπους στη Θήβα για να συμβουλεύσουν τους Θηβαίους να πάρουν, σχετικά με την περισυλλογή και ταφή των νεκρών, απόφαση περισσότερο σύμφωνη προς την ευλάβεια και να δώσουν απάντηση διαφορετική από την προηγούμενη, περισσότερο ταιριαστή προς τον άγραφο νόμο, και να υποδείξουν σ᾽ αυτούς ότι η πόλη μας δεν θα επιτρέψει να παραβαίνουν τον νόμο τον κοινό όλων των Ελλήνων. [171] Όταν άκουσαν αυτά οι τότε ηγέτες της Θήβας, πήραν απόφαση που δεν συμφωνούσε ούτε με τη γνώμη που έχουν μερικοί γι᾽ αυτούς ούτε με όσα είχαν αποφασίσει την προηγούμενη φορά· αντίθετα, αφού συζήτησαν σε ήπιο τόνο για τον εαυτό τους και κατηγόρησαν αυτούς που εισέβαλαν στη χώρα τους, παραχώρησαν στην πόλη μας την άδεια περισυλλογής των νεκρών.
[172] Ας μη φανταστεί κανείς ότι αγνοώ πως τώρα διατυπώνω μιαν αντίθετη άποψη προς αυτά που θα φανεί ότι έχω γράψει για το ίδιο θέμα στον Πανηγυρικό μου λόγο. Πιστεύω όμως ότι κανένας από αυτούς που θα μπορέσουν να διαπιστώσουν αυτό δεν είναι τόσο αδαής και φθονερός, που να μην με επαινέσει και να μην αναγνωρίσει ότι, όταν μιλούσα τότε γι᾽ αυτά τα γεγονότα κατ᾽ εκείνον τον τρόπο και τώρα μιλώ κατ᾽ αυτόν, ήμουν σώφρων. [173] Γι᾽ αυτά λοιπόν τα γεγονότα προφανώς έχω γράψει τότε κατά τρόπο σωστό και συμφέροντα. Πόσο όμως υπερείχε η πόλη μας στα πολεμικά εκείνη την εποχή —αυτό άλλωστε ήθελα να αποδείξω, όταν ανέπτυσσα τα γεγονότα στη Θήβα— νομίζω ότι το δηλώνει σαφώς σε όλους το περιστατικό εκείνο που ανάγκασε τον βασιλιά των Αργείων να προσφύγει ικέτης στην πόλη μας [174] και τους ηγέτες της Θήβας να αλλάξουν διαθέσεις, ώστε να προτιμήσουν να συμμορφωθούν, όχι τόσο προς τους άγραφους νόμους τους καθιερωμένους από τους θεούς όσο προς τις προτάσεις που έκανε η πόλη μας. Τίποτε από αυτά όμως δεν θα ήταν σε θέση να διευθετήσει με σωστό τρόπο, αν δεν υπερείχε κατά πολύ έναντι των άλλων πόλεων στη φήμη και στη δύναμη.