Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (81.1-85.1)


81. ΑΙΛΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΜΥΕΣ
[81.1] ἔν τινι οἰκίᾳ πολλοὶ μύες ἦσαν. αἴλουρος δὲ τοῦτο γνοὺς ἧκεν ἐνταῦθα καὶ συλλαμβάνων ἕνα ἕκαστον κατήσθιεν. οἱ δὲ μύες συνεχῶς ἀναλισκόμενοι κατὰ τῶν ὀπῶν ἔδυνον, καὶ ὁ αἴλουρος μηκέτι αὐτῶν ἐφικνεῖσθαι δυνάμενος δεῖν ἔγνω δι᾽ ἐπινοίας αὐτοὺς ἐκκαλεῖσθαι. διόπερ ἀναβὰς ἐπί τινα πάσσαλον καὶ ἑαυτὸν ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν. τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας ὡς ἐθεάσατο αὐτόν, εἶπεν· «ἀλλ᾽, ὦ οὗτος, σοί γε, κἂν θύλαξ γένῃ, οὐ προσελεύσομαι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων, ὅταν τῆς ἐνίων μοχθηρίας πειραθῶσιν, οὐκέτι αὐτῶν ταῖς ὑποκρίσεσιν ἐξαπατῶνται.

82. ΜΥΙΑΙ
[82.1] ἔν τινι ταμιείῳ μέλιτος ἐκχυθέντος μυῖαι προσπτᾶσαι κατήσθιον, διὰ δὲ τὴν γλυκύτητα τοῦ καρποῦ οὐκ ἀφίσταντο. ἐμπαγέντων δὲ αὐτῶν τῶν ποδῶν ὡς οὐκ ἠδύναντο ἀναπτῆναι, ἀποπνιγόμεναι ἔφασαν· «ἄθλιαι ἡμεῖς, αἳ διὰ βραχεῖαν ἡδονὴν ἀπολλύμεθα».
οὕτω πολλοῖς ἡ λιχνεία πολλῶν αἰτία κακῶν γίνεται.

83. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΠΙΘΗΚΟΣ
[83.1] ἐν συνόδῳ τῶν ἀλόγων ζῴων πίθηκος ὀρχησάμενος καὶ εὐδοκιμήσας βασιλεὺς ὑπ᾽ αὐτῶν ἐχειροτονήθη. ἀλώπηξ δὲ αὐτῷ φθονήσασα ὡς ἐθεάσατο ἔν τινι πάγῃ κρέας κείμενον, ἀγαγοῦσα αὐτὸν ἐνταῦθα ἔλεγεν, ὡς εὑροῦσα θησαυρὸν αὐτὴ μὲν οὐκ ἐχρήσατο, γέρας δὲ αὐτῷ τῆς βασιλείας τετήρηκε καὶ παρῄνει αὐτῷ λαβεῖν. τοῦ δὲ ἀμελετήτως ἐπελθόντος καὶ ὑπὸ τῆς παγίδος συλληφθέντος αἰτιωμένου τε τὴν ἀλώπεκα ὡς ἐνεδρεύσασαν αὐτῷ ἐκείνη ἔφη· «ὦ πίθηκε, σὺ δὲ τοιαύτην ψυχὴν ἔχων τῶν ἀλόγων ζῴων βασιλεύεις;»
οὕτως οἱ τοῖς πράγμασιν ἀπερισκέπτως ἐπιχειροῦντες πρὸς τῷ δυστυχεῖν καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσιν.

84. ΟΝΟΣ, ΑΛΕΚΤΡΥΩΝ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[84.1] ἔν τινι ἐπαύλει ὄνος καὶ ἀλεκτρυὼν ἦσαν. λέων δὲ λιμώττων ὡς ἐθεάσατο τὸν ὄνον, οἷός τε ἦν εἰσελθὼν καταθοινήσασθαι. παρὰ δὲ τὸν ψόφον τοῦ ἀλεκτρυόνος φθεγξαμένου καταπτήξας —φασὶ γὰρ τοὺς λέοντας πτύρεσθαι πρὸς τὰς τῶν ἀλεκτρυόνων φωνάς— εἰς φυγὴν ἐτράπη. καὶ ὁ ὄνος ἀναπτερωθεὶς κατ᾽ αὐτοῦ, εἴγε ἀλεκτρυόνα ἐφοβήθη, ἐξῆλθεν ὡς ἀποδιώξων αὐτόν. ὁ δὲ ὡς μακρὰν ἐγένετο, ἐπιστραφεὶς κατέφαγεν αὐτόν.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι ταπεινομένους τοὺς ἑαυτῶν ἐχθροὺς ὁρῶντες καὶ διὰ τοῦτο καταθρασυνόμενοι λανθάνουσιν ὑπ᾽ αὐτῶν ἀναλισκόμενοι.

85. ΠΙΘΗΚΟΣ ΚΑΙ ΚΑΜΗΛΟΣ
[85.1] ἐν συνόδῳ τῶν ἀλόγων ζῴων πίθηκος ἀναστὰς ὠρχεῖτο. σφόδρα δὲ αὐτοῦ εὐδοκιμοῦντος καὶ ὑπὸ πάντων ἐπισημαινομένου κάμηλος φθονήσασα ἠβουλήθη τῶν αὐτῶν ἐφικέσθαι. διόπερ ἐξαναστᾶσα ἐπειρᾶτο καὶ αὐτὴ ὀρχεῖσθαι. πολλὰ δὲ αὐτῆς ἄτοπα ποιούσης τὰ ζῷα ἀγανακτήσαντα ῥοπάλοις αὐτὴν παίοντα ἐξήλασαν.
πρὸς τοὺς διὰ φθόνον κρείττοσιν ἁμιλλωμένους καὶ σφαλλομένους ὁ λόγος εὔκαιρος.


81. Ο γάτος και τα ποντίκια.
[81.1] Ήταν ένα σπίτι όπου ζούσαν πολλά ποντίκια. Το πληροφορήθηκε αυτό ο γάτος, οπότε μια και δυο κατέφτασε εκεί πέρα και βάλθηκε να πιάνει τους ποντικούς και να τους τρώει έναν-έναν. Για να ξεφύγουν από τη συνεχή εξολόθρευση, οι ποντικοί χώνονταν μέσα στις τρύπες τους, εκεί όπου ο γάτος δεν μπορούσε πια να τους φτάσει. Τότε ο πονηρός σκέφτηκε πως έπρεπε να καταστρώσει κάποιο σχέδιο, προκειμένου να τους παρασύρει να βγουν έξω. Για αυτόν τον σκοπό ανέβηκε πάνω σε ένα παλούκι και κρεμάστηκε από εκεί, κάνοντας τον πεθαμένο. Με τα πολλά, ξεμύτισε λίγο ένα ποντίκι, αλλά μόλις πήρε το μάτι του τον γάτο, αναφώνησε: «Ρε παλιόφατσα, δεν πα να γίνεις και σακί από το πολύ κρέμασμα, εγώ δεν πρόκειται να σε πλησιάσω με τίποτε!».
Το δίδαγμα του μύθου: Οι μυαλωμένοι άνθρωποι, όταν δοκιμάσουν εκ πείρας τη μοχθηρία του ενός ή του άλλου, δεν ξεγελιούνται πια καθόλου από τους θεατρινισμούς του.

82. Οι μύγες.
[82.1] Μια φορά σε κάποιο κελάρι χύθηκε κάτω πολύ μέλι. Αμέσως μαζεύτηκαν εκεί πετώντας οι μύγες και άρχισαν να το τρώνε. Τόσο γλυκό ήταν αυτό το προϊόν, που δεν τους έκανε καρδιά να το αφήσουν και να φύγουν. Έλα όμως που έτσι κόλλησαν τα πόδια τους εκεί μέσα και δεν μπορούσαν πια να πετάξουν ψηλά. Καθώς πνιγόντουσαν λοιπόν, αναλογίζονταν: «Τί γκαντεμιά, να πάρει η ευχή, να πάμε χαμένες έτσι μόνο και μόνο για μια τοσοδούλα απόλαυση!».
Έτσι συμβαίνει με πολλούς: Η λαιμαργία τους τούς προξενεί διάφορα δεινά.

83. Η αλεπού και ο πίθηκος.
[83.1] Μια φορά και έναν καιρό τα ζώα έκαναν συνέδριο. Εκεί ο πίθηκος βάλθηκε να χορεύει μπροστά σε όλους και έκανε μεγάλη εντύπωση, με αποτέλεσμα να εκλεγεί βασιλιάς από την ομήγυρη. Η αλεπού όμως τον ζήλεψε πολύ. Γι᾽ αυτό τον πήρε και τον πήγε σε κάποιο μέρος όπου ήξερε πως υπήρχε μια παγίδα με κρέας τοποθετημένο μέσα της. Εκεί πέρα, που λέτε, άρχισε να φλομώνει τον πίθηκο με λόγια, ότι τάχα αυτό το πράγμα ήταν θησαυρός, που τον ανακάλυψε η ίδια αλλά δεν τον ιδιοποιήθηκε, παρά τον φύλαξε για τον πίθηκο σαν τιμητικό δώρο για το βασιλικό του αξίωμα, και γι᾽ αυτό τον παρακαλούσε να το δεχτεί. Πράγματι, ο φουκαράς ο πίθηκος πλησίασε το εύρημα σαν χαζός και φυσικά πιάστηκε στην παγίδα. Βάλθηκε τότε να κατηγορεί την αλεπού ότι του έστησε ενέδρα. Εκείνη όμως του αποκρίθηκε: «Βρε μαϊμού, με τέτοια μυαλά που κουβαλάς ήθελες να γίνεις και βασιλιάς των ζώων;».
Έτσι συμβαίνει πολλές φορές: Όσοι καταπιάνονται με διάφορες υποθέσεις χωρίς να το καλοσκεφτούν, όχι μόνο σπάνε τα μούτρα τους αλλά επιπλέον γίνονται και περίγελοι.

84. Ο γάιδαρος, ο πετεινός και το λιοντάρι.
[84.1] Μια φορά ζούσαν στο ίδιο αγρόκτημα ο γάιδαρος και ο πετεινός. Το λιοντάρι, που λέτε, βασανιζόταν εκείνον τον καιρό από μεγάλη πείνα· γι᾽ αυτό παραφύλαξε τον γάιδαρο και ήταν έτοιμο να εισβάλει στη φάρμα και να τον κατασπαράξει. Πάνω στην ώρα, όμως, λάλησε ο πετεινός, και το λιοντάρι τρόμαξε τόσο πολύ με τον θόρυβο αυτό (πράγματι, όπως λένε, τα λιοντάρια τα φοβίζει το κράξιμο του κόκορα) που το έβαλε στα πόδια, όπου φύγει-φύγει. Ο γάιδαρος τότε αναθάρρησε και το πήρε πολύ επάνω του με αυτό που έγινε: «Σιγά το λιοντάρι, που σκιάχτηκε τον πετεινό!». Βγήκε λοιπόν έξω με σκοπό να διώξει το θεριό μακριά. Μόλις όμως ξεμάκρυνε κάπως από το αγρόκτημα, το λιοντάρι έκανε μεταβολή και του επιτέθηκε, κάνοντάς τον μια χαψιά.
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους: Άμα δουν τους εχθρούς τους να ταπεινώνονται, αυτοί το παίρνουν πάνω τους και αποθρασύνονται, με αποτέλεσμα οι εχθροί τους να τους λιανίσουν πριν καλά-καλά το καταλάβουν.

85. Ο πίθηκος και η καμήλα.
[85.1] Μια φορά, όταν γινόταν το συνέδριο των ζώων, ο πίθηκος σηκώθηκε πάνω και άρχισε τον χορό. Είχε τεράστια επιτυχία και όλοι τον επευφημούσαν. Τότε η καμήλα ζήλεψε και έβαλε στόχο να πετύχει το ίδιο πράγμα. Γι᾽ αυτό σηκώθηκε και αυτή και πάσχιζε να χορέψει. Έκανε όμως τόσες αηδίες, που τα ζώα αγανάκτησαν και άρχισαν να την βαράνε με ραβδιά, ώσπου τελικά την έδιωξαν κακήν-κακώς.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για εκείνους που πάνε από ζήλια να συναγωνιστούν τους καλύτερούς τους και αποτυγχάνουν.