Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (1.50.1-1.53.4)
[1.50.1] Τῆς δὲ τροπῆς γενομένης οἱ Κορίνθιοι τὰ σκάφη μὲν οὐχ εἷλκον ἀναδούμενοι τῶν νεῶν ἃς καταδύσειαν, πρὸς δὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐτράποντο φονεύειν διεκπλέοντες μᾶλλον ἢ ζωγρεῖν, τούς τε αὑτῶν φίλους, οὐκ ᾐσθημένοι ὅτι ἥσσηντο οἱ ἐπὶ τῷ δεξιῷ κέρᾳ, ἀγνοοῦντες ἔκτεινον. [1.50.2] πολλῶν γὰρ νεῶν οὐσῶν ἀμφοτέρων καὶ ἐπὶ πολὺ τῆς θαλάσσης ἐπεχουσῶν, ἐπειδὴ ξυνέμειξαν ἀλλήλοις, οὐ ῥᾳδίως τὴν διάγνωσιν ἐποιοῦντο ὁποῖοι ἐκράτουν ἢ ἐκρατοῦντο· ναυμαχία γὰρ αὕτη Ἕλλησι πρὸς Ἕλληνας νεῶν πλήθει μεγίστη δὴ τῶν πρὸ αὑτῆς γεγένηται. [1.50.3] ἐπειδὴ δὲ κατεδίωξαν τοὺς Κερκυραίους οἱ Κορίνθιοι ἐς τὴν γῆν, πρὸς τὰ ναυάγια καὶ τοὺς νεκροὺς τοὺς σφετέρους ἐτράποντο, καὶ τῶν πλείστων ἐκράτησαν ὥστε προσκομίσαι πρὸς τὰ Σύβοτα, οἷ αὐτοῖς ὁ κατὰ γῆν στρατὸς τῶν βαρβάρων προσεβεβοηθήκει· ἔστι δὲ τὰ Σύβοτα τῆς Θεσπρωτίδος λιμὴν ἐρῆμος. τοῦτο δὲ ποιήσαντες αὖθις ἁθροισθέντες ἐπέπλεον τοῖς Κερκυραίοις. [1.50.4] οἱ δὲ ταῖς πλωίμοις καὶ ὅσαι ἦσαν λοιπαὶ μετὰ τῶν Ἀττικῶν νεῶν καὶ αὐτοὶ ἀντεπέπλεον, δείσαντες μὴ ἐς τὴν γῆν σφῶν πειρῶσιν ἀποβαίνειν. [1.50.5] ἤδη δὲ ἦν ὀψὲ καὶ ἐπεπαιάνιστο αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν, καὶ οἱ Κορίνθιοι ἐξαπίνης πρύμναν ἐκρούοντο κατιδόντες εἴκοσι ναῦς Ἀθηναίων προσπλεούσας, ἃς ὕστερον τῶν δέκα βοηθοὺς ἐξέπεμψαν οἱ Ἀθηναῖοι, δείσαντες, ὅπερ ἐγένετο, μὴ νικηθῶσιν οἱ Κερκυραῖοι καὶ αἱ σφέτεραι δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν ὦσιν. [1.51.1] ταύτας οὖν προϊδόντες οἱ Κορίνθιοι καὶ ὑποτοπήσαντες ἀπ᾽ Ἀθηνῶν εἶναι οὐχ ὅσας ἑώρων ἀλλὰ πλείους ὑπανεχώρουν. [1.51.2] τοῖς δὲ Κερκυραίοις ἐπέπλεον γὰρ μᾶλλον ἐκ τοῦ ἀφανοῦς οὐχ ἑωρῶντο, καὶ ἐθαύμαζον τοὺς Κορινθίους πρύμναν κρουομένους, πρίν τινες ἰδόντες εἶπον ὅτι νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν. τότε δὲ καὶ αὐτοὶ ἀνεχώρουν· ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, καὶ οἱ Κορίνθιοι ἀποτραπόμενοι τὴν διάλυσιν ἐποιήσαντο. [1.51.3] οὕτω μὲν ἡ ἀπαλλαγὴ ἐγένετο ἀλλήλων, καὶ ἡ ναυμαχία ἐτελεύτα ἐς νύκτα. [1.51.4] τοῖς δὲ Κερκυραίοις στρατοπεδευομένοις ἐπὶ τῇ Λευκίμμῃ αἱ εἴκοσι νῆες αἱ ἐκ τῶν Ἀθηνῶν αὗται, ὧν ἦρχε Γλαύκων τε ὁ Λεάγρου καὶ † Ἀνδοκίδης ὁ Λεωγόρου †, διὰ τῶν νεκρῶν καὶ ναυαγίων προσκομισθεῖσαι κατέπλεον ἐς τὸ στρατόπεδον οὐ πολλῷ ὕστερον ἢ ὤφθησαν. [1.51.5] οἱ δὲ Κερκυραῖοι (ἦν γὰρ νύξ) ἐφοβήθησαν μὴ πολέμιαι ὦσιν, ἔπειτα δὲ ἔγνωσαν· καὶ ὡρμίσαντο. |
[1.50.1] Με την κατατρόπωση των Κερκυραίων, οι Κορίνθιοι δεν σταμάτησαν για να ρυμουλκήσουν όσα από τα εχθρικά καράβια ήσαν μισοβυθισμένα, αλλά έστρεψαν την προσοχή τους στους ναυαγούς και, πλέοντας εδώ κι εκεί, τους σκότωναν αντί να τους αιχμαλωτίζουν. Μη ξέροντας ότι στην δεξιά πτέρυγα είχαν νικηθεί, σκότωναν και τους δικούς τους συμμάχους ναυαγούς που δεν τους αναγνώριζαν. [1.50.2] Οι δύο στόλοι ήσαν πολυάριθμοι και κάλυπταν μεγάλη θαλάσσια έκταση. Έτσι, όταν άρχισε η ναυμαχία, ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς ποιός νικούσε και ποιός έχανε. Από όλες τις προηγούμενες μεταξύ των Ελλήνων ναυμαχίες αυτή ήταν η μεγαλύτερη σε αριθμό καραβιών. [1.50.3] Οι Κορίνθιοι καταδίωξαν τους Κερκυραίους ώς την στεριά και ύστερα ασχολήθηκαν με τα ναυάγιά τους και τους νεκρούς τους. Μπόρεσαν να μαζέψουν τα περισσότερα και τα μετέφεραν στα Σύβοτα, όπου είχε συγκεντρωθεί ο στρατός των βαρβάρων για να τους βοηθήσει. Τα Σύβοτα αυτά είναι ένα έρημο λιμάνι της Θεσπρωτίας. Μετά απ᾽ όλα αυτά ανασυντάχτηκαν και ξεκίνησαν πάλι εναντίον των Κερκυραίων [1.50.4] που κι αυτοί ξεκίνησαν με όσα καράβια τους έμεναν και με τα αθηναϊκά εναντίον των Κορινθίων. Φοβόνταν μην τους κάνουν απόβαση στο νησί τους. [1.50.5] Είχε κιόλας προχωρήσει η μέρα και είχαν ηχήσει οι παιάνες για επίθεση, όταν άξαφνα οι Κορίνθιοι άρχισαν να υποχωρούν. Είχαν δει είκοσι αθηναϊκά καράβια που πλησίαζαν. Τα είχαν στείλει οι Αθηναίοι να ενισχύσουν τα πρώτα δέκα, από φόβο μη —όπως και έγινε— νικηθούν οι Κερκυραίοι και δεν είναι αρκετά τα δέκα αθηναϊκά καράβια για να τους προστατέψουν. |