820Μ᾽ αφού ο Δίας τους Τιτάνες έδιωξε από τον ουρανό,
γέννησε τελευταίο της παιδί η πελώρια Γη τον Τυφωέα,
σμίγοντας με τον Τάρταρο με τη βοήθεια της χρυσής της Αφροδίτης.
Ήταν τα χέρια του γεμάτα δύναμη στα έργα του
κι ακάματα τα πόδια του δυνατού θεού. Κι ήταν κεφάλια εκατό
φιδιού, δράκοντα φοβερού, στους ώμους του,
που γλείφανε με γλώσσες σκοτεινές. Και τα μάτια του,
στα άφατα κεφάλια μέσα, από τα φρύδια κάτω, έβγαζαν φωτιά.
[Απ᾽ όλα τα κεφάλια του έκαιε φωτιά, σαν κοίταζε.]
Κι είχαν μιλιά όλα τα φοβερά κεφάλια του
830κι αφήνανε κάθε είδους ανείπωτες φωνές: άλλοτε έτσι μίλαγαν
σαν να μιλούσαν στους θεούς, άλλοτε πάλι βγάζανε φωνή ταύρου περήφανου
που μουγκανίζει δυνατά, στη δύναμη ακατάσχετου,
άλλοτε πάλι λιονταριού που ᾽χει καρδιά ανελέητη,
άλλοτε πάλι μοιάζανε με φωνές σκυλιών, πράγμα παράδοξο στο άκουσμα,
κι άλλοτε σφύριζε και τα ψηλά βουνά αντηχούσαν.
Και θα γινότανε κακό αγιάτρευτο τη μέρα εκείνη
και θα βασίλευε ο Τυφώνας στους αθάνατους και τους θνητούς,
αν γρήγορα δε το ᾽νιωθε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
Και βρόντησε ξερά και δυνατά, και γύρω η γη
840φρικτά αντιβόησε και ο πλατύς ο ουρανός επάνω
κι ο πόντος και του Ωκεανού το ρεύμα και τα τάρταρα της γης.
Κι από τα πόδια τα αθάνατα του βασιλιά, καθώς κινούσε,
έτρεμε ο μέγας Όλυμπος. Και στέναζε μαζί κι η γη.
Και πύρωμα που ερχόταν κι απ᾽ τους δυο το μελανό κατείχε πόντο,
πύρωμα της βροντής, της ατραπής, και της φωτιάς που έβγαινε απ᾽ το τέρας,
των ορμητικών ανέμων, του κεραυνού που φλέγεται.
Έβραζε όλη η γη κι ο ουρανός κι η θάλασσα.
Μεγάλα κύματα μαίνονταν πλάι στις ακτές, από παντού ολόγυρα,
απ᾽ την ορμή των αθανάτων και άσβεστος σεισμός σηκώθηκε.
Από το βρόντο τον ασίγαστο κι απ᾽ το σκληρό αγώνα
850τρόμαξε ο Άδης που βασιλεύει στους νεκρούς κάτω απ᾽ τη γη
και οι Τιτάνες μες στα τάρταρα που γύρω απ᾽ τον Κρόνο είναι.
Κι όταν κορύφωσε ο Δίας την ορμή του και τα όπλα πήρε,
τη βροντή, την αστραπή, τον αιθαλώδη κεραυνό,
τον χτύπησε πηδώντας απ᾽ τον Όλυμπο.
Κι έκαψε ολόγυρα όλα τ᾽ ανείπωτα κεφάλια του φοβερού θεριού.
Κι αφού το δάμασε με χτυπήματα μαστιγώνοντάς το,
σωριάστηκε ο Τυφώνας πληγωμένος, και στέναζε η πελώρια γη.
Και φλόγα τινάχτηκε απ᾽ τον κεραυνωμένο άρχοντα,
860όταν αυτός χτυπήθηκε στα φαράγγια του βουνού,
σε τόπο απόκρημνο και σκοτεινό. Σε εύρος η πελώρια γη καιγότανε
μ᾽ άφατη θέρμη κι έλιωνε σαν κασσίτερος που θερμάνθηκε
σε χωνευτήρια καλοτρύπητα με την τέχνη των σφριγηλών μαστόρων,
ή σαν σίδηρος, που ᾽ναι το πιο δυνατό από τα μέταλλα,
που δαμάζεται στα φαράγγια των βουνών με καυτερή φωτιά
και λιώνει μέσα στη θεϊκή τη γη με τις τεχνικές του Ηφαίστου.
Έτσι λοιπόν έλιωνε η γη από τη λάμψη της φωτιάς που έκαιγε.
Κι ο Δίας, θλιμμένος στην καρδιά, τον έριξε στον πλατύ τον Τάρταρο.
Από τον Τυφωέα έρχεται η ορμή των ανέμων που υγρά φυσούν,
870εκτός απ᾽ το Νοτιά και το Βοριά και το Ζέφυρο που φέρνει αιθρία:
αυτοί ᾽ναι στη γενιά απ᾽ τους θεούς και στους θνητούς μεγάλο όφελος.
Ενώ οι άλλοι άνεμοι φυσούνε άστατα πάνω στη θάλασσα.
Είναι αυτοί που πέφτουνε στο σκοτεινό τον πόντο,
μεγάλη συμφορά για τους θνητούς, και μαίνονται με θύελλα κακή.
Κάθε φορά πνέουν κι αλλιώς και τα καράβια διασκορπίζουνε,
τους ναύτες αφανίζουν. Και δεν υπάρχει προστασία απ᾽ το κακό
για τους ανθρώπους που θα τους συναντήσουν μες στη θάλασσα.
Και άλλοι πάλι επάνω στην απέραντη τη γη, που ᾽ναι γεμάτη άνθη,
τα εράσμια αφανίζουνε των χαμογέννητων ανθρώπων τα χωράφια,
880γεμίζοντάς τα σκόνη και συρφετό από φρύγανα αφόρητο.
Αφού οι μακάριοι θεοί τον πόλεμο τελειώσανε
και με τη βία κέρδισαν απ᾽ τους Τιτάνες τ᾽ αξιώματα,
παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο
να βασιλέψει και να κυβερνήσει τους αθάνατους.
Κι εκείνος τους μοίρασε καλά τα αξιώματα.
|