Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Φιλοκτήτης (622-675)


ΦΙ. οἴμοι τάλας. ἦ κεῖνος, ἡ πᾶσα βλάβη,
ἔμ᾽ εἰς Ἀχαιοὺς ὤμοσεν πείσας στελεῖν;
πεισθήσομαι γὰρ ὧδε κἀξ Ἅιδου θανὼν
625πρὸς φῶς ἀνελθεῖν, ὥσπερ οὑκείνου πατήρ.
ΕΜ. οὐκ οἶδ᾽ ἐγὼ ταῦτ᾽· ἀλλ᾽ ἐγὼ μὲν εἶμ᾽ ἐπὶ
ναῦν, σφῷν δ᾽ ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός.
ΦΙ. οὔκουν τάδ᾽, ὦ παῖ, δεινά, τὸν Λαερτίου
ἔμ᾽ ἐλπίσαι ποτ᾽ ἂν λόγοισι μαλθακοῖς
630δεῖξαι νεὼς ἄγοντ᾽ ἐν Ἀργείοις μέσοις;
οὔ· θᾶσσον ἂν τῆς πλεῖστον ἐχθίστης ἐμοὶ
κλύοιμ᾽ ἐχίδνης, ἥ μ᾽ ἔθηκεν ὧδ᾽ ἄπουν.
ἀλλ᾽ ἔστ᾽ ἐκείνῳ πάντα λεκτά, πάντα δὲ
τολμητά· καὶ νῦν οἶδ᾽ ὁθούνεχ᾽ ἵξεται.
635ἀλλ᾽, ὦ τέκνον, χωρῶμεν, ὡς ἡμᾶς πολὺ
πέλαγος ὁρίζῃ τῆς Ὀδυσσέως νεώς.
ἴωμεν· ἥ τοι καίριος σπουδὴ πόνου
λήξαντος ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν.
ΝΕ. οὐκοῦν ἐπειδὰν πνεῦμα τοὐκ πρῴρας ἀνῇ,
640τότε στελοῦμεν· νῦν γὰρ ἀντιοστατεῖ.
ΦΙ. ἀεὶ καλὸς πλοῦς ἔσθ᾽, ὅταν φεύγῃς κακά.
ΝΕ. οὔκ, ἀλλὰ κἀκείνοισι ταῦτ᾽ ἐναντία.
ΦΙ. οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ᾽ ἐναντιούμενον,
ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἁρπάσαι βίᾳ.
645ΝΕ. ἀλλ᾽ εἰ δοκεῖ, χωρῶμεν, ἔνδοθεν λαβὼν
ὅτου σε χρεία καὶ πόθος μάλιστ᾽ ἔχει.
ΦΙ. ἀλλ᾽ ἔστιν ὧν δεῖ, καίπερ οὐ πολλῶν ἄπο.
ΝΕ. τί τοῦθ᾽ ὃ μὴ νεώς γε τῆς ἐμῆς ἔπι;
ΦΙ. φύλλον τί μοι πάρεστιν, ᾧ μάλιστ᾽ ἀεὶ
650κοιμῶ τόδ᾽ ἕλκος, ὥστε πραΰνειν πάνυ.
ΝΕ. ἀλλ᾽ ἔκφερ᾽ αὐτό. τί γὰρ ἔτ᾽ ἄλλ᾽ ἐρᾷς λαβεῖν;
ΦΙ. εἴ μοί τι τόξων τῶνδ᾽ ἀπημελημένον
παρερρύηκεν, ὡς λίπω μή τῳ λαβεῖν.
ΝΕ. ἦ ταῦτα γὰρ τὰ κλεινὰ τόξ᾽ ἃ νῦν ἔχεις;
655ΦΙ. ταῦτ᾽, οὐ γὰρ ἄλλα γ᾽ ἔσθ᾽, ἃ βαστάζω χεροῖν.
ΝΕ. ἆρ᾽ ἔστιν ὥστε κἀγγύθεν θέαν λαβεῖν,
καὶ βαστάσαι με προσκύσαι θ᾽ ὥσπερ θεόν;
ΦΙ. σοί γ᾽, ὦ τέκνον, καὶ τοῦτο κἄλλο τῶν ἐμῶν
ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρῃ γενήσεται.
660ΝΕ. καὶ μὴν ἐρῶ γε· τὸν δ᾽ ἔρωθ᾽ οὕτως ἔχω·
εἴ μοι θέμις, θέλοιμ᾽ ἄν· εἰ δὲ μή, πάρες.
ΦΙ. ὅσιά τε φωνεῖς ἔστι τ᾽, ὦ τέκνον, θέμις,
ὅς γ᾽ ἡλίου τόδ᾽ εἰσορᾶν ἐμοὶ φάος
μόνος δέδωκας, ὃς χθόν᾽ Οἰταίαν ἰδεῖν,
665ὃς πατέρα πρέσβυν, ὃς φίλους, ὃς τῶν ἐμῶν
ἐχθρῶν ἔνερθεν ὄντ᾽ ἀνέστησάς μ᾽ ὕπερ.
θάρσει, παρέσται ταῦτά σοι καὶ θιγγάνειν
καὶ δόντι δοῦναι κἀξεπεύξασθαι βροτῶν
ἀρετῆς ἕκατι τῶνδ᾽ ἐπιψαῦσαι μόνον·
670εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ᾽ ἐκτησάμην.
ΝΕ. οὐκ ἄχθομαί σ᾽ ἰδών τε καὶ λαβὼν φίλον.
ὅστις γὰρ εὖ δρᾶν εὖ παθὼν ἐπίσταται.
παντὸς γένοιτ᾽ ἂν κτήματος κρείσσων φίλος.
χωροῖς ἂν εἴσω. ΦΙ. καὶ σέ γ᾽ εἰσάξω· τὸ γὰρ
675νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν.


ΦΙΛ. Ω αλίμονό μου εγώ! αλήθεια εκείνος
ορκίστηκε ο παμμίαρος να με πάει
στους Αχαιούς εμένα, αφού με πείσει;
μα έτσι θενα πειστώ κι από τον Άδη,
όταν πεθάνω, να ξαναγυρίσω
πίσω στο φως, σαν τον πατέρα εκείνου.
ΕΜΠ. Εγώ δεν ξέρω αυτά· τώρα πηγαίνω
στο καράβι μου κι είθε ο Θεός να δίνει
σε σας ό,τι ᾽ναι το καλύτερό σας.
ΦΙΛ. Λοιπόν δεν είν᾽ έξω φρενών, παιδί μου,
να βάλει του Λαέρτη ο γιος στο νου του
πως με γλυκόλογα θα πάει εμένα
ποτέ του και να βγαίνω απ᾽ το καράβι
630θα με δείξει μπρος σ᾽ όλους τους Αργείους;
Ποτέ! πιο εύκολα θ᾽ άκουα της οχιάς
της ολομίσητής μου, που έτσι μ᾽ έχει
αφήσει δίχως πόδια. Μα ο άθλιος εκείνος
μπορεί το παν να πει και να τολμήσει.
Και τώρα βέβαιος είμαι πως θενά ᾽ρθει·
μα ας φεύγομε, παιδί, που να χωρίζει
πολλή θάλασσα εμάς απ᾽ το καράβι
του Οδυσσέα. Εμπρός, πηγαίνομε κι η βιάση
στην ώρα της αφού η δουλειά τελειώσει
την ξεκούραση φέρνει και τον ύπνο.
ΝΕΟ. Ναι, μόλις πέσει ο αγέρας απ᾽ την πλώρη,
640θα κάμομε πανιά· τώρα είν᾽ ενάντιος.
ΦΙΛ. Με κάθε αγέρα ταξιδεύεις πρίμα,
σα φεύγεις το κακό. ΝΕΟ. Ναι, μα και κείνοι
ενάντιο τον ίδιο τον καιρό τον έχουν.
ΦΙΛ. Σε ληστές άνεμος κανείς ενάντιος,
σαν είναι για να κλέψουν και ν᾽ αρπάξουν.
ΝΕΟ. Καλά· ας πηγαίνομε αφού θες, μα πάρε
πρώτ᾽ από μέσα ό,τι πιο ανάγκη το ᾽χεις
και πιότερο αγαπάς. ΦΙΛ. Μα βέβαια κι είναι
πράματα που χρειάζομαι· αν κι όχι
πολύ αρκετά. ΝΕΟ. Τί πράμα να ᾽ναι εκείνο,
που στο δικό μου δε θα βρεις καράβι;
ΦΙΛ. Έχω ένα φύλλο, που μ᾽ αυτό κοιμίζω
κάθε φορά τ᾽ αγρίεμα της πληγής μου
650και τη μερώνω. ΝΕΟ. Πάρ᾽ το λοιπόν, τότε·
και τί άλλο ακόμα επιθυμάς να πάρεις;
ΦΙΛ. Μην ξέχασα παραπεσμένο κάπου
κανέν᾽ από τα βέλη αυτά και μείνει
να τό ᾽βρει άλλος κανείς. ΝΕΟ. Αυτά ᾽ναι αλήθεια
τα ξακουσμένα, που κρατάς, τα τόξα;
ΦΙΛ. Άλλα δεν έχω· αυτά ᾽ναι δω που βλέπεις.
ΝΕΟ. Μπορώ κι από κοντά να τα κοιτάξω
και να τα πιάσω και να τ᾽ ασπαστώ
σαν κόνισμα; ΦΙΛ. Για σε κι αυτό, παιδί μου,
κι ό,τι άλλο έχω — στη διάθεσή σου.
ΝΕΟ. Βέβαια το λαχταρώ, μα μόνο αν είναι
660πράμα που συχωριέται αυτό για μένα,
θα το ᾽θελα· ειδεμή, παράτησέ το.
ΦΙΛ. Μ᾽ ευλάβεια, τέκνο μου, μιλάς και σού ειναι
συχωρεμένο, εσένα, αυτό που θέλεις·
γιατ᾽ εσύ μόνος μου ᾽δωσες να βλέπω
αυτό του ήλιου το φως, εσύ της Οίτης
να δω τη γη, εσύ το γέροντά μου
πατέρα και τους φίλους μου· κι ενώ ημουν
κάτω από τους εχθρούς μου, εσύ απάνω
με σήκωσες· μην έχεις λοιπόν φόβο,
μπορεί όσο θες να τα κρατάς στα χέρια
και, σα μου τα γυρίσεις, να καυχιέσαι
πως είσαι ο μόνος άνθρωπος στον κόσμο
που κρίθηκε άξιος, για την αρετή του,
να τα πάρει στο χέρι του· γιατί έτσι
κι εγώ, με το να κάμω το καλό
670τα ᾽χω αποχτήσει. ΝΕΟ. Χαίρω που σε βρήκα
και που σ᾽ έκαμα φίλο μου· γιατί όποιος
ξέρει τις καλοσύνες που λαβαίνει
με καλοσύνες να πλερώνει, αξίζει
πιότερο απ᾽ όλα τ᾽ αγαθά του κόσμου
να σου είναι φίλος. Τώρα νά ᾽μπεις μέσα…
ΦΙΛ. Μα και σένα θα μπάσω· γιατ᾽ η αρρώστια
σε θέλει για να μου είσαι παραστάτης.