ΟΙΔ. Όταν εκείνος που μ᾽ επιβουλεύει
γοργά προβαίνει στα κρυφά σχέδιά του,
πρέπει γοργά κι εγώ ν᾽ αποφασίζω·
620γιατί αν καθίσω να τον περιμένω,
εκείνος θα πετύχει τους σκοπούς του
κι εγώ θα πάω χαμένος. ΚΡΕ. Και τί θέλεις
λοιπόν, να μ᾽ εξορίσεις απ᾽ τη χώρα;
ΟΙΔ. Κάθε άλλο· εγώ το θάνατό σου θέλω
κι όχι την εξορία σου. ΚΡΕ. Μ᾽ αφού πρώτα
μου αποδείξεις σε τί σ᾽ έχω φτονήσει.
ΟΙΔ. Μιλάς σαν ένας που σκοπό δεν το ᾽χει
να σκύψει το κεφάλι και υπακούσει;
ΚΡΕ. Γιατί σωστά να σκέφτεσαι δε βλέπω.
ΟΙΔ. Πολύ σωστά για μένα. ΚΡΕ. Μα το ίδιο πρέπει
και για μένα. ΟΙΔ. Εσύ ᾽σαι ένας προδότης.
ΚΡΕ. Κι αν ολότελα σφάλλεις; ΟΙΔ. Όπως να ᾽ναι,
χρωστάς υποταγή. ΚΡΕ. Καθόλου, αν πάρει
ο άρχοντας κακό δρόμο. ΟΙΔ. Ω πόλη, ω πόλη!
630ΚΡΕ. Κι εγώ το μέρος μου έχω από την πόλη
κι όχι εσύ μόνος. ΧΟΡ. Πάψετε, άρχοντές μου,
στην ώρα επάνω, για καλό σας, βλέπω
την Ιοκάστη να ᾽ρχεται από μέσα,
και πρέπει να βολέψετε μαζί της
την αμάχη που στήσατε εδώ τώρα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Τί θέλει αυτή, ω ταλαίπωροι, η τρελή σας
γλωσσομαχία που πιάσατε, και διόλου
δεν ντρέπεστε, ενώ χάνεται έτσ᾽ η χώρα,
να σηκώνετ᾽ εσείς δικά σας πάθη;
Δεν περνάς μέσα εσύ, κι εσύ δε φεύγεις
για το σπίτι σου, Κρέοντα, μην τύχει
και βγει κακό απ᾽ το τίποτα μεγάλο;
ΚΡΕ. Σκληρά ο Οιδίπους ο άντρας σου, αδερφή μου,
640ζητά να μου φερθεί κι έν᾽ απ᾽ τα δύο,
ή να με διώξει από την πατρική μας
τη γη, ή με πιάσει να με θανατώσει.
ΟΙΔ. Αλήθεια αυτά που λέει, γιατί, γυναίκα,
τον έχω πιάσει να μου επιβουλεύει
με κακές τέχνες τη ζωή μου εμένα.
ΚΡΕ. Να μη χαρώ τη ζωή μου και να μέ ᾽βρει
θεού κατάρα, αν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά
που μου κατηγοράς να σου έχω κάμει.
ΙΟΚ. Ω, σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, Οιδίπου,
πίστεψε που σου λέει, κι ευλαβήσου
πρώτ᾽ απ᾽ όλα τους όρκους πὄχει πιάσει
κι έπειτα εμένα κι αυτούς που ᾽ναι μπροστά σου.
|