Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους Τύραννος (618-648)


ΟΙ. ὅταν ταχύς τις οὑπιβουλεύων λάθρᾳ
χωρῇ, ταχὺν δεῖ κἀμὲ βουλεύειν πάλιν.
620εἰ δ᾽ ἡσυχάζων προσμενῶ, τὰ τοῦδε μὲν
πεπραγμέν᾽ ἔσται, τἀμὰ δ᾽ ἡμαρτημένα.
ΚΡ. τί δῆτα χρῄζεις; ἦ με γῆς ἔξω βαλεῖν;
ΟΙ. ἥκιστα· θνῄσκειν, οὐ φυγεῖν σε βούλομαι.
ΚΡ. ὅταν προδείξῃς οἷόν ἐστι τὸ φθονεῖν. . .
625ΟΙ. ὡς οὐχ ὑπείξων οὐδὲ πιστεύσων λέγεις;
ΚΡ. οὐ γὰρ φρονοῦντά σ᾽ εὖ βλέπω. ΟΙ. τὸ γοῦν ἐμόν.
ΚΡ. ἀλλ᾽ ἐξ ἴσου δεῖ κἀμόν. ΟΙ. ἀλλ᾽ ἔφυς κακός.
ΚΡ. εἰ δὲ ξυνίης μηδέν; ΟΙ. ἀρκτέον γ᾽ ὅμως.
ΚΡ. οὔτοι κακῶς γ᾽ ἄρχοντος. ΟΙ. ὦ πόλις πόλις.
630ΚΡ. κἀμοὶ πόλεως μέτεστιν, οὐχὶ σοὶ μόνῳ.
ΧΟ. παύσασθ᾽, ἄνακτες· καιρίαν δ᾽ ὑμῖν ὁρῶ
τήνδ᾽ ἐκ δόμων στείχουσαν Ἰοκάστην, μεθ᾽ ἧς
τὸ νῦν παρεστὸς νεῖκος εὖ θέσθαι χρεών.
ΙΟΚΑΣΤΗ
τί τὴν ἄβουλον, ὦ ταλαίπωροι, στάσιν
635γλώσσης ἐπήρασθ᾽; οὐδ᾽ ἐπαισχύνεσθε γῆς
οὕτω νοσούσης ἴδια κινοῦντες κακά;
οὐκ εἶ σύ τ᾽ οἴκους σύ τε, Κρέων, κατὰ στέγας,
καὶ μὴ τὸ μηδὲν ἄλγος ἐς μέγ᾽ οἴσετε;
ΚΡ. ὅμαιμε, δεινά μ᾽ Οἰδίπους ὁ σὸς πόσις
640δρᾶσαι δικαιοῖ δυοῖν ἀποκρίνας κακοῖν,
ἢ γῆς ἀπῶσαι πατρίδος, ἢ κτεῖναι λαβών.
ΟΙ. ξύμφημι· δρῶντα γάρ νιν, ὦ γύναι, κακῶς
εἴληφα τοὐμὸν σῶμα σὺν τέχνῃ κακῇ.
ΚΡ. μή νυν ὀναίμην, ἀλλ᾽ ἀραῖος, εἴ σέ τι
645δέδρακ᾽, ὀλοίμην, ὧν ἐπαιτιᾷ με δρᾶν.
ΙΟ. ὦ πρὸς θεῶν πίστευσον, Οἰδίπους, τάδε,
μάλιστα μὲν τόνδ᾽ ὅρκον αἰδεσθεὶς θεῶν,
ἔπειτα κἀμὲ τούσδε θ᾽ οἳ πάρεισί σοι.


ΟΙΔ. Όπως κρυφά και βιαστικά
μ᾽ επιβουλεύεται
πρέπει κι εγώ με βιάση να σκεφτώ το πράγμα.
620Αμέριμνος αν αδρανώ
θα πραγματώσει τα σχέδιά του
και τα δικά μου θα καταρρεύσουν.
ΚΡΕ. Τί θες λοιπόν; Να μ᾽ εξορίσεις;
ΟΙΔ. Καθόλου· νεκρό σε θέλω κι όχι φυγάδα.
ΚΡΕ. Και πώς θ᾽ αποδείξεις
το λόγο που σε ζήλεψα;
ΟΙΔ. Θ᾽ αρνηθείς να πειθαρχήσεις;
ΚΡΕ. Θαρρώ πως παραφέρεσαι.
ΟΙΔ. Κρατώ τη γνώμη μου.
ΚΡΕ. Μα πρέπει να σκεφτείς και τη δική μου.
ΟΙΔ. Είσαι κακός εκ φύσεως.
ΚΡΕ. Κι αν πέφτεις έξω;
ΟΙΔ. Γονάτισε στην εξουσία.
ΚΡΕ. Όταν οι άρχοντες αυθαιρετούν
δε γονατίζω.
ΟΙΔ. Ω πόλη, ω πόλη.
630ΚΡΕ. Δεν είσαι μόνος· είμαι πολίτης κι εγώ.
ΧΟΡ. Άρχοντες, πάψτε.
Πάνω στην ώρα βλέπω να ᾽ρχεται
απ᾽ το παλάτι προς τα δω
την Ιοκάστη.
Μαζί της είναι χρέος σας να λύσετε
την τωρινή φιλονικία κατ᾽ ευχή.

ΙΟΚΑΣΤΗ
Αστόχαστοι, γιατί τροχίζετε τη γλώσσα σας
στον παραλογισμό;
Τη χώρα που νοσεί δεν ντρέπεστε
και στα προσωπικά σας πάθη
ρίχνετε λάδι στη φωτιά;
Δεν πας εσύ στο δώμα σου
και συ στο σπίτι σου, Κρέων,
μήπως από το τίποτα
φουντώσει το κακό;
ΚΡΕ. Ο άντρας σου Οιδίπους, αδερφή,
απειλεί φοβερά να μου κάνει
640και θα διαλέξει ανάμεσα στα δυο:
θα με συλλάβει και θα με σκοτώσει
ή από την πατρική γη θα μ᾽ εξορίσει.
ΟΙΔ. Ακριβώς.
Τον έπιασα να μηχανεύεται
ανείπωτα δεινά για τη ζωή μου.
ΚΡΕ. Μη σώσω να χαρώ ζωή,
καταραμένος να χαθώ
αν έπραξα και το παραμικρό
απ᾽ όσα μου κατηγορείς.
ΙΟΚ. Για το θεό, πίστεψέ τον, Οιδίπου.
Τον όρκο του σεβάσου στους θεούς,
σεβάσου και τους γέροντες και μένα.


ΟΙΔ. Όταν εκείνος που μ᾽ επιβουλεύει
γοργά προβαίνει στα κρυφά σχέδιά του,
πρέπει γοργά κι εγώ ν᾽ αποφασίζω·
620γιατί αν καθίσω να τον περιμένω,
εκείνος θα πετύχει τους σκοπούς του
κι εγώ θα πάω χαμένος. ΚΡΕ. Και τί θέλεις
λοιπόν, να μ᾽ εξορίσεις απ᾽ τη χώρα;
ΟΙΔ. Κάθε άλλο· εγώ το θάνατό σου θέλω
κι όχι την εξορία σου. ΚΡΕ. Μ᾽ αφού πρώτα
μου αποδείξεις σε τί σ᾽ έχω φτονήσει.
ΟΙΔ. Μιλάς σαν ένας που σκοπό δεν το ᾽χει
να σκύψει το κεφάλι και υπακούσει;
ΚΡΕ. Γιατί σωστά να σκέφτεσαι δε βλέπω.
ΟΙΔ. Πολύ σωστά για μένα. ΚΡΕ. Μα το ίδιο πρέπει
και για μένα. ΟΙΔ. Εσύ ᾽σαι ένας προδότης.
ΚΡΕ. Κι αν ολότελα σφάλλεις; ΟΙΔ. Όπως να ᾽ναι,
χρωστάς υποταγή. ΚΡΕ. Καθόλου, αν πάρει
ο άρχοντας κακό δρόμο. ΟΙΔ. Ω πόλη, ω πόλη!
630ΚΡΕ. Κι εγώ το μέρος μου έχω από την πόλη
κι όχι εσύ μόνος. ΧΟΡ. Πάψετε, άρχοντές μου,
στην ώρα επάνω, για καλό σας, βλέπω
την Ιοκάστη να ᾽ρχεται από μέσα,
και πρέπει να βολέψετε μαζί της
την αμάχη που στήσατε εδώ τώρα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Τί θέλει αυτή, ω ταλαίπωροι, η τρελή σας
γλωσσομαχία που πιάσατε, και διόλου
δεν ντρέπεστε, ενώ χάνεται έτσ᾽ η χώρα,
να σηκώνετ᾽ εσείς δικά σας πάθη;
Δεν περνάς μέσα εσύ, κι εσύ δε φεύγεις
για το σπίτι σου, Κρέοντα, μην τύχει
και βγει κακό απ᾽ το τίποτα μεγάλο;
ΚΡΕ. Σκληρά ο Οιδίπους ο άντρας σου, αδερφή μου,
640ζητά να μου φερθεί κι έν᾽ απ᾽ τα δύο,
ή να με διώξει από την πατρική μας
τη γη, ή με πιάσει να με θανατώσει.
ΟΙΔ. Αλήθεια αυτά που λέει, γιατί, γυναίκα,
τον έχω πιάσει να μου επιβουλεύει
με κακές τέχνες τη ζωή μου εμένα.
ΚΡΕ. Να μη χαρώ τη ζωή μου και να μέ ᾽βρει
θεού κατάρα, αν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά
που μου κατηγοράς να σου έχω κάμει.
ΙΟΚ. Ω, σ᾽ εξορκίζω στους θεούς, Οιδίπου,
πίστεψε που σου λέει, κι ευλαβήσου
πρώτ᾽ απ᾽ όλα τους όρκους πὄχει πιάσει
κι έπειτα εμένα κι αυτούς που ᾽ναι μπροστά σου.


ΟΙΔ. Σαν προβαίνει γοργά και κρυφά ο εχτρός μου,
γοργά κι εγώ ν᾽ αποφασίζω πρέπει.
620Ήσυχος αν προσμένω, αυτός τελειώνει
τους σκοπούς του, κι εγώ χαμένος βγαίνω.
ΚΡΕ. Τί ζητάς; Να με διώξεις απ᾽ τη χώρα;
ΟΙΔ. Όχι να φύγεις, να πεθάνεις θέλω.
ΚΡΕ. Ναι, όταν μου δείξεις ποιός ο φθόνος μου είναι.
ΟΙΔ. Λαλείς σα να μη θέλεις να μ᾽ ακούσεις.
ΚΡΕ. Γνωστικά δε μιλάς. ΟΙΔ. Σοφά για μένα.
ΚΡΕ. Μα και για μένα πρέπει. ΟΙΔ. Εσύ είσαι φαύλος.
ΚΡΕ. Κι αν σφάλλεις; ΟΙΔ. Να υποκύψεις πάλι πρέπει.
ΚΡΕ. Όχι, άθλια αν κυβερνάς. ΟΙΔ. Ω άμοιρη Θήβα!
630ΚΡΕ. Είμαι κι εγώ Θηβαίος, όχι εσύ μόνο.
ΧΟΡ. Σωπάστε, άρχοντες, βλέπω απ᾽ το παλάτι
στην ώρα έρχεται η Ιοκάστη· αυτή ας βοηθήσει
να πάψει πια η διχόνοια ανάμεσό σας.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Τί λογοφέρνετε έτσι άκριτα, μαύροι!
Ντροπή δεν είναι, άμα υποφέρει η χώρα
τα δικά σας τα πάθη να κεντράτε;
Στο σπίτι έμπα, κι εσύ, Κρέων, στο δικό σου.
Μη γεννάτε απ᾽ το τίποτα άλλες πίκρες.
ΚΡΕ. Μου ετοιμάζει, αδερφή, ο άντρας σου Οιδίπους
640συφορές, κι απ᾽ τα δυο το ένα θα κάνει,
θα με διώξει από δω ή θα με σκοτώσει.
ΟΙΔ. Σωστά· γιατί τον έπιασα, γυναίκα,
δολερά να ζητά να βλάψει εμένα.
ΚΡΕ. Να μη χαρώ ζωή, καταραμένος
να χαθώ, αν όσα μου είπες είναι αλήθεια.
ΙΟΚ. Γι᾽ αγάπη του Θεού πίστεψε, Οιδίπου,
ό,τι σου λέει, φοβήσου τέτοιον όρκο,
κάνε το αυτό για με, γι᾽ αυτούς που ακούνε.