Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Αἴας (693-718)


ΣΤΑΣΙΜΟΝ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


ΧΟ. ἔφριξ᾽ ἔρωτι, περιχαρὴς δ᾽ ἀνεπτάμαν. [στρ.]
ἰὼ ἰὼ Πὰν Πάν,
695ὦ Πὰν Πὰν ἁλίπλαγκτε Κυλ-
λανίας χιονοκτύπου
πετραίας ἀπὸ δειράδος φάνηθ᾽, ὦ
θεῶν χοροποί᾽ ἄναξ, ὅπως
μοι Μύσια Κνώσι᾽ ὀρ-
700χήματ᾽ αὐτοδαῆ ξυνὼν ἰάψῃς.
νῦν γὰρ ἐμοὶ μέλει χορεῦσαι.
Ἰκαρίων δ᾽ ὑπὲρ πελαγέων
μολὼν ἄναξ Ἀπόλλων
ὁ Δάλιος εὔγνωστος
705ἐμοὶ ξυνείη διὰ παντὸς εὔφρων.

ἔλυσεν αἰνὸν ἄχος ἀπ᾽ ὀμμάτων Ἄρης. [ἀντ.]
ἰὼ ἰώ. νῦν αὖ,
νῦν, ὦ Ζεῦ, πάρα λευκὸν εὐ-
άμερον πελάσαι φάος
710θοᾶν ὠκυάλων νεῶν, ὅτ᾽ Αἴας
λαθίπονος πάλιν, θεῶν
δ᾽ αὖ πάνθυτα θέσμι᾽ ἐξ-
ήνυσ᾽ εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ.
πάνθ᾽ ὁ μέγας χρόνος μαραίνει·
715κοὐδὲν ἀναύδατον φατίσαιμ᾽
ἄν, εὖτέ γ᾽ ἐξ ἀέλπτων
Αἴας μετανεγνώσθη
θυμοῦ τ᾽ Ἀτρείδαις μεγάλων τε νεικέων.


ΣΤΑΣΙΜΟ ΔΕΥΤΕΡΟ


ΧΟ. Ρίγησα από πόθο, πασίχαρος πετώ,
Πάνα, ιώ, Πάνα, ιώ·
ω Πάνα, ω Πάνα, στης θάλασσας πατώντας
τις ακτές, τις πέτρινες βουνοπλαγιές
πηδώντας της Κυλλήνης, που χιονοθύελλες
τη δέρνουν, μπροστά μας τώρα φανερώσου·
εσύ που κορυφαίος στήνεις τους χορούς
700και των θεών, ρύθμισε εδώ μαζί μας
της Νύσσας τα αυτοδίδαχτα πηδήματα
και της Κνωσού, γιατί την ώρα αυτή
τίποτε άλλο δεν με μέλει, θέλω μονάχα να χορέψω.
Της Ικαρίας τα πελάγη σχίζοντας,
ας έλθει αυτούσιος κι ο Δήλιος Απόλλων,
για πάντα σύμμαχος ευνοϊκός.

Σκόρπισε πια από τα μάτια μας ο Άρης
την τύφλα μιας φριχτής παράκρουσης,
ιώ και πάλι ιώ. Ω Δία, ξανά ήλθε η ώρα τώρα
λευκό το φως της μέρας
710ν᾽ απλωθεί στα γρήγορα ταχύπλοα καράβια,
αφότου ο Αίας νίκησε τον πόνο του,
όλες τις νόμιμες θυσίες στους θεούς
τελώντας, δείχνοντας σέβας ευνομίας άριστης.
Όλα τα σβήνει ο μέγας χρόνος, τίποτε πια
δεν λέω αδύνατο, τώρα που ανέλπιστα
ο Αίας μεταγνώμησε, και τον θυμό του αρνήθηκε
για τους Ατρείδες, όπως και τις μεγάλες ρήξεις.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Τινάζομαι απ᾽ την τρίσβαθη χαρά
κι αναγαλλιάζοντας πετώ.
Έι, Πάνα, Πάνα, θαλασσόβρεχτος
ζύγωσε, Πάνα, ω! Πάνα,
απ᾽ της χιονόσκεπης Κυλλήνης
τις πέτρινες πλαγιές, αφέντη,
που των θεών το χοροστάσι στήνεις,
συντρόφεψέ με μ᾽ αυτοδίδαχτους της Νύσας
700και της Κνωσού χορούς.
Τώρα κι εγώ γυρεύω να χορέψω.
Κι ο Απόλλωνας, της Δήλου ο βασιλιάς,
ολόφαντος ας φτάσει από το πέλαγο
της Ικαριάς μαζί μου εδώ κι ας είναι
πάντα καλός για μένα.

Έδιωξ᾽ ο Άρης απ᾽ τα μάτια μου
τη μαύρη συννεφιά της θλίψης.
Έι, έε. Στα γοργοκίνητα
καράβια θ᾽ απλωθεί ξανά
710χαρμόσυνο το φως, ω! Δία,
γιατί λησμόνησε τα βάσανά του
ο Αίαντας πια κι έχει σωστά
τελειώσει τις θυσίες του στους θεούς
με σέβας και ταπεινοσύνη.
Τα πάντα ο δυνατός μαραίνει χρόνος
και τίποτα δε θα ᾽λεγα αναπάντεχο,
μια κι έτσι ο Αίαντας ξαφνικά
τη γνώμη του άλλαξε, θυμό κι αμάχη
για τους Ατρείδες παρατώντας.


ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΤΑΣΙΜΟ


ΧΟΡ. Απ᾽ την Αγάπην έλιωσα, και η χαρά με πήρε.
Ω Πάνα, θαλασσόδαρτος κατέβα απ᾽ της Κυλλήνης
τα κορφοβούνια τ᾽ αψηλά, τα χιονοσκεπασμένα,
αφέντη, πρώτε στον χορό μες στους θεούς, να στήσεις
700χορό μαζί μου κρητικό, ή αν θέλεις της Εγρίπου,
τι θα χορέψω τώρα εγώ. Κι ο βασιλιάς Απόλλος
απ᾽ το Ικάριο πέλαγο ο Δηλιακός ας έρθει
να μένει πάντα πρόσχαρος, καλός κοντά μου φίλος.

Ο Άρης απ᾽ τα μάτια μου τη μαύρη λύπη πήρε.
Και τώρα, ω Δία, ολόλαμπρη κι άσπρη μάς ήρθε μέρα
710να πάω στα γοργοκίνητα καράβια, που ο Αίας
τους πόνους πάλε ξέχασε κι όλες τις έχει κάμει
τις πολυσέβαστες βουλές των θεών, με τάξη όλες.
Όλα τα πάντα ο καιρός μαραίνει και δεν ξέρω
να ᾽ναι κανένα ανόλπιστο, κι ο Αίας σαν αφήκε
το μάλωμα και τον θυμό που είχε με τους Ατρείδες.