ΣΤΑΣΙΜΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΟ. Ρίγησα από πόθο, πασίχαρος πετώ,
Πάνα, ιώ, Πάνα, ιώ·
ω Πάνα, ω Πάνα, στης θάλασσας πατώντας
τις ακτές, τις πέτρινες βουνοπλαγιές
πηδώντας της Κυλλήνης, που χιονοθύελλες
τη δέρνουν, μπροστά μας τώρα φανερώσου·
εσύ που κορυφαίος στήνεις τους χορούς
700και των θεών, ρύθμισε εδώ μαζί μας
της Νύσσας τα αυτοδίδαχτα πηδήματα
και της Κνωσού, γιατί την ώρα αυτή
τίποτε άλλο δεν με μέλει, θέλω μονάχα να χορέψω.
Της Ικαρίας τα πελάγη σχίζοντας,
ας έλθει αυτούσιος κι ο Δήλιος Απόλλων,
για πάντα σύμμαχος ευνοϊκός.
Σκόρπισε πια από τα μάτια μας ο Άρης
την τύφλα μιας φριχτής παράκρουσης,
ιώ και πάλι ιώ. Ω Δία, ξανά ήλθε η ώρα τώρα
λευκό το φως της μέρας
710ν᾽ απλωθεί στα γρήγορα ταχύπλοα καράβια,
αφότου ο Αίας νίκησε τον πόνο του,
όλες τις νόμιμες θυσίες στους θεούς
τελώντας, δείχνοντας σέβας ευνομίας άριστης.
Όλα τα σβήνει ο μέγας χρόνος, τίποτε πια
δεν λέω αδύνατο, τώρα που ανέλπιστα
ο Αίας μεταγνώμησε, και τον θυμό του αρνήθηκε
για τους Ατρείδες, όπως και τις μεγάλες ρήξεις.
|