Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Ἐκκλησιάζουσαι (630-671)


630ΒΛ. ἡ Λυσικράτους ἄρα νυνὶ ῥὶς ἴσα τοῖσι καλοῖσι φρονήσει;
ΠΡ. νὴ τὸν Ἀπόλλω· καὶ δημοτική γ᾽ ἡ γνώμη, καὶ καταχήνη
τῶν σεμνοτέρων ἔσται πολλὴ καὶ τῶν σφραγῖδας ἐχόντων,
ὅταν ἐμβάδ᾽ ἔχων εἴπῃ «πρότερος παραχώρει κᾆτ᾽ ἐπιτήρει,
ὅταν ἤδη ᾽γὼ διαπραξάμενος παραδῶ σοι δευτεριάζειν.»
635ΒΛ. πῶς οὖν οὕτω ζώντων ἡμῶν τοὺς αὑτοῦ παῖδας ἕκαστος
ἔσται δυνατὸς διαγιγνώσκειν; ΠΡ. τί δὲ δεῖ; πατέρας ‹γὰρ› ἅπαντας
τοὺς πρεσβυτέρους αὑτῶν εἶναι τοῖσι χρόνοισιν νομιοῦσιν.
ΒΛ. οὐκοῦν ἄγξουσ᾽ εὖ καὶ χρηστῶς ἑξῆς τὸν πάντα γέροντα
διὰ τὴν ἄγνοιαν, ἐπεὶ καὶ νῦν γιγνώσκοντες πατέρ᾽ ὄντα
640ἄγχουσι. τί δῆθ᾽ ὅταν ἀγνὼς ᾖ, πῶς οὐ τότε κἀπιχεσοῦνται;
ΠΡ. ἀλλ᾽ ὁ παρεστὼς οὐκ ἐπιτρέψει· τότε δ᾽ αὐτοῖς οὐκ ἔμελ᾽ οὐδὲν
τῶν ἀλλοτρίων ὅστις τύπτοι· νῦν δ᾽ ἢν πληγέντος ἀκούσῃ,
μὴ αὐτὸν ἐκεῖνον τύπτῃ δεδιὼς τοῖς δρῶσιν τοῦτο μαχεῖται.
ΒΛ. τὰ μὲν ἄλλα λέγεις οὐδὲν σκαιῶς· εἰ δὲ προσελθὼν Ἐπίκουρος
645ἢ Λευκόλοφος πάππαν με καλεῖ, τοῦτ᾽ ἤδη δεινὸν ἀκοῦσαι.
ΧΡ. πολὺ μέντοι δεινότερον τούτου τοῦ πράγματός ἐστι— ΒΛ. τὸ ποῖον;
ΧΡ. εἴ σε φιλήσειεν Ἀρίστυλλος φάσκων αὑτοῦ πατέρ᾽ εἶναι.
ΒΛ. οἰμώζοι τἂν καὶ κωκύοι. ΧΡ. σὺ δέ γ᾽ ὄζοις ἂν καλαμίνθης.
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὗτος μὲν πρότερον γέγονεν πρὶν τὸ ψήφισμα γενέσθαι,
650ὥστ᾽ οὐχὶ δέος μή σε φιλήσῃ. ΒΛ. δεινὸν μέντἂν ἐπεπόνθειν.
τὴν γῆν δὲ τίς ἔσθ᾽ ὁ γεωργήσων; ΠΡ. οἱ δοῦλοι. σοὶ δὲ μελήσει,
ὅταν ᾖ δεκάπουν τὸ στοιχεῖον, λιπαρὸν χωρεῖν ἐπὶ δεῖπνον.
ΒΛ. περὶ δ᾽ ἱματίων τίς πόρος ἔσται; καὶ γὰρ τοῦτ᾽ ἔστιν ἐρέσθαι.
ΠΡ. τὰ μὲν ὄνθ᾽ ὑμῖν πρῶτον ὑπάρξει, τὰ δὲ λοίφ᾽ ἡμεῖς ὑφανοῦμεν.
655ΒΛ. ἓν ἔτι ζητῶ. πῶς, ἤν τις ὄφλῃ παρὰ τοῖς ἄρχουσι δίκην τῳ,
πόθεν ἐκτείσει ταύτην; οὐ γὰρ τῶν κοινῶν γ᾽ ἐστὶ δίκαιον.
ΠΡ. ἀλλ᾽ οὐδὲ δίκαι πρῶτον ἔσονται. ΒΛ. τουτὶ τοὔπος σ᾽ ἐπιτρίψει.
ΧΡ. κἀγὼ ταύτην γνώμην ἐθέμην. ΠΡ. τοῦ γάρ, τάλαν, οὕνεκ᾽ ἔσονται;
ΒΛ. πολλῶν οὕνεκα, νὴ τὸν Ἀπόλλω· πρῶτον δ᾽ ἑνὸς οὕνεκα δήπου,
660ἤν τις ὀφείλων ἐξαρνῆται. ΠΡ. πόθεν οὖν ἐδάνεισ᾽ ὁ δανείσας,
ἐν τῷ κοινῷ πάντων ὄντων; κλέπτων δήπου ᾽στ᾽ ἐπίδηλος.
ΧΡ. νὴ τὴν Δήμητρ᾽ εὖ γε διδάσκεις. ΒΛ. τουτὶ τοίνυν φρασάτω μοι·,
τὴν αἰκείας οἱ τύπτοντες πόθεν ἐκτείσουσιν, ἐπειδὰν
εὐωχηθέντες ὑβρίζωσιν; τοῦτο γὰρ οἶμαί σ᾽ ἀπορήσειν.
665ΠΡ. ἀπὸ τῆς μάζης ἧς σιτεῖται· ταύτης γὰρ ὅταν τις ἀφαιρῇ,
οὐχ ὑβριεῖται φαύλως οὕτως αὖθις τῇ γαστρὶ κολασθείς.
ΒΛ. οὐδ᾽ αὖ κλέπτης οὐδεὶς ἔσται; ΠΡ. πῶς γὰρ κλέψει μετὸν αὐτῷ;
ΒΛ. οὐδ᾽ ἀποδύσουσ᾽ ἄρα τῶν νυκτῶν; ΧΡ. οὐκ, ἢν οἴκοι γε καθεύδῃς·
ΠΡ. οὐδ᾽ ἤν γε θύραζ᾽ ὥσπερ πρότερον· βίοτος γὰρ πᾶσιν ὑπάρξει.
670ἢν δ᾽ ἀποδύῃ γ᾽, αὐτὸς δώσει. τί γὰρ αὐτῷ πρᾶγμα μάχεσθαι;
ἕτερον γὰρ ἰὼν ἐκ τοῦ κοινοῦ κρεῖττον ἐκείνου κομιεῖται.


ΒΛΕ. Ίσια κι όμοια λοιπόν με τα υπέρκαλλα νιάτα
630η μαϊμού ο Λυσικράτης; ΠΡΑ. Και ναι, μά τον Φοίβο.
Δημοκράτης ο νόμος. Τί γέλια θα κάνουμε
με τους κρύους αρχοντάδες, τους δαχτυλιδάτους,
όταν κάποιος τσαρούχης τούς κόβει: «Πρωτιά μου!
Κάνε πλάι να κοιτάς κι άμα εγώ ξεμπερδέψω,
τότε θα ᾽ναι σειρά σου, το δεύτερο χέρι».
ΒΛΕ. Πώς με τέτοιο ανακάτωμα θα ξεχωρίζει
τα παιδιά του ο καθένας; ΠΡΑ. Ανάγκη δεν είναι.
Το παιδί θα λογιάζει πατέρα ολουνούς
τους γερόντους ανάλογα με τα χρονάκια του.
ΒΛΕ. Το λοιπόν θα μπορούν μια χαρά τα παιδιά
κάθε γέρο να τον καρυδώνουν μη ξέροντας
αν πατέρας τους είναι, αφού σήμερ᾽ ακόμα
που τον ξέρουν, του στρίβουν το λάρυγγα. Μόνο
640θα τον πνίγανε; Μπα! Θα τον χέζανε κιόλας.
ΠΡΑ. Θα μποδίζουν οι γύρω. Ως τα χτες δεν τους έμελε,
αν ο γιος ξυλοφόρτωνε τον πατερούλη του.
Ξένος ήταν. Μα τώρα, αν ακούσουν να δέρνεται
κάποιος γέρος, θα μπαίνουν στη μέση, γιατί
θα φοβούνται μην αύριο κι αυτοί ξυλιστούνε.
ΒΛΕ. Ως εδώ τα κατάφερες. Όμως αν έρθουν
ο Κοκός κι ο Τοτός και με πούνε πατέρα,
μοναχά που το λέω, θα μου φύει το τσερβέλο.
ΧΡΕ. Είναι κι άλλα χειρότερα. ΒΛΕ. Τί; ΧΡΕ. Να σε σφίξει
αγκαλιά και φιλώντας σε να σε φωνάξει
ο Ντιντής: «Αχ, γλυκέ μου μπαμπά». ΒΛΕ. Θα τον σπάσω
στις γροθιές. ΧΡΕ. Θα κολλήσεις αρώματα. ΠΡΑ. Είναι
γεννημένος πολύ πριν ερθούμε στα πράγματα.
Μη φοβάσαι λοιπόν το φιλί του. ΒΛΕ. Χειρότερο
650ρεζιλίκι δε θα ᾽ταν για μένα... Μα ποιοί
τα χωράφια θα οργώνουν; ΠΡΑ. Οι δούλοι. Και συ,
μόλις πάει να μουχρώσει, θα τρέχεις ολόχαρος
για το δείπνο. ΒΛΕ. Καλά. Αλλά πώς θα πορεύομε
από ρούχα; ΠΡΑ. Θα ντύνεστε μ᾽ όσο βρεθεί
πανικό και κατόπι θα υφαίνουμ᾽ εμείς.
ΒΛΕ. Κάτι ακόμα. Αν κανένας μας χάσει μια δίκη,
πες μου πώς θα πλερώσει το πρόστιμο; Πάλι
το κοινό μας ταμείο; Λογικό δεν το βρίσκω.
ΠΡΑ. Δε θα γίνονται δίκες! ΧΡΕ. (στο Βλέπυρο) Πάει, χάθηκες, φίλε!
Πώς θα ζήσεις; Αυτό να σκεφτείς. ΠΡΑ. Για ποιό λόγο
να σκαρώνονται δίκες; ΒΛΕ. Για χίλιους! Και νά
ένα πρώτο παράδειγμα. Αν αρνιέται ο χρεώστης
να ξοφλήσει το δάνειό του; ΠΡΑ. Κι ο δανειστής
660πού θα βρίσκει τα χρήματα, για να τοκίσει;
Όλα θα ᾽ναι βαθιά στο κοινό μας ταμείο.
Φανερό: να μπορεί να δανείζει, τα σούφρωσε.
ΧΡΕ. Γνωστικά μάς τα λες, μά τη Δήμητρα. ΒΛΕ. Πες μου,
αν κανείς μεθυσμένος απάνου στο κέφι
έναν άλλον χτυπήσει, πού θα βρει το χρήμα
να πλερώσει το πρόστιμο; Τώρα σε στρίμωξα.
ΠΡΑ. Το φαγί του θα κόψουμε... Κι όταν δεν έχει
να μασήσ᾽, η αδειανή του κοιλιά θα τον κάνει
να γνωστέψει, να μην αφαρπάζεται... ΒΛΕ. Κλέφτες
δεν θα υπάρχουνε πια; ΠΡΑ. Τί να κλέψουν;
Τα δικά τους λεφτά; ΒΛΕ. Λωποδύτες τη νύχτα
δε θα γδύνουνε πια τους διαβάτες; ΧΡΕ. Καθόλου,
αν κοιμάσαι στο σπίτι νωρίς. ΠΡΑ. Και ξενύχτης
να γυρνάς στα σοκάκια, σαν άλλοτες, ποιός
θα σε κλέψει; Όλοι θα ᾽χουν τον τρόπο τους. Όλοι.
Κι αν σου πέσει κανείς να σου πάρει το ρούχο,
670θα του λες: «Χάρισμά σου... Γιατί να μαλώνουμε;».
Και κατόπι θα πας στην κοινήν αποθήκη
για να πάρεις καινούργιο μαντύα και καλύτερον.