ΒΛΕ. Ίσια κι όμοια λοιπόν με τα υπέρκαλλα νιάτα
630η μαϊμού ο Λυσικράτης; ΠΡΑ. Και ναι, μά τον Φοίβο.
Δημοκράτης ο νόμος. Τί γέλια θα κάνουμε
με τους κρύους αρχοντάδες, τους δαχτυλιδάτους,
όταν κάποιος τσαρούχης τούς κόβει: «Πρωτιά μου!
Κάνε πλάι να κοιτάς κι άμα εγώ ξεμπερδέψω,
τότε θα ᾽ναι σειρά σου, το δεύτερο χέρι».
ΒΛΕ. Πώς με τέτοιο ανακάτωμα θα ξεχωρίζει
τα παιδιά του ο καθένας; ΠΡΑ. Ανάγκη δεν είναι.
Το παιδί θα λογιάζει πατέρα ολουνούς
τους γερόντους ανάλογα με τα χρονάκια του.
ΒΛΕ. Το λοιπόν θα μπορούν μια χαρά τα παιδιά
κάθε γέρο να τον καρυδώνουν μη ξέροντας
αν πατέρας τους είναι, αφού σήμερ᾽ ακόμα
που τον ξέρουν, του στρίβουν το λάρυγγα. Μόνο
640θα τον πνίγανε; Μπα! Θα τον χέζανε κιόλας.
ΠΡΑ. Θα μποδίζουν οι γύρω. Ως τα χτες δεν τους έμελε,
αν ο γιος ξυλοφόρτωνε τον πατερούλη του.
Ξένος ήταν. Μα τώρα, αν ακούσουν να δέρνεται
κάποιος γέρος, θα μπαίνουν στη μέση, γιατί
θα φοβούνται μην αύριο κι αυτοί ξυλιστούνε.
ΒΛΕ. Ως εδώ τα κατάφερες. Όμως αν έρθουν
ο Κοκός κι ο Τοτός και με πούνε πατέρα,
μοναχά που το λέω, θα μου φύει το τσερβέλο.
ΧΡΕ. Είναι κι άλλα χειρότερα. ΒΛΕ. Τί; ΧΡΕ. Να σε σφίξει
αγκαλιά και φιλώντας σε να σε φωνάξει
ο Ντιντής: «Αχ, γλυκέ μου μπαμπά». ΒΛΕ. Θα τον σπάσω
στις γροθιές. ΧΡΕ. Θα κολλήσεις αρώματα. ΠΡΑ. Είναι
γεννημένος πολύ πριν ερθούμε στα πράγματα.
Μη φοβάσαι λοιπόν το φιλί του. ΒΛΕ. Χειρότερο
650ρεζιλίκι δε θα ᾽ταν για μένα... Μα ποιοί
τα χωράφια θα οργώνουν; ΠΡΑ. Οι δούλοι. Και συ,
μόλις πάει να μουχρώσει, θα τρέχεις ολόχαρος
για το δείπνο. ΒΛΕ. Καλά. Αλλά πώς θα πορεύομε
από ρούχα; ΠΡΑ. Θα ντύνεστε μ᾽ όσο βρεθεί
πανικό και κατόπι θα υφαίνουμ᾽ εμείς.
ΒΛΕ. Κάτι ακόμα. Αν κανένας μας χάσει μια δίκη,
πες μου πώς θα πλερώσει το πρόστιμο; Πάλι
το κοινό μας ταμείο; Λογικό δεν το βρίσκω.
ΠΡΑ. Δε θα γίνονται δίκες! ΧΡΕ. (στο Βλέπυρο) Πάει, χάθηκες, φίλε!
Πώς θα ζήσεις; Αυτό να σκεφτείς. ΠΡΑ. Για ποιό λόγο
να σκαρώνονται δίκες; ΒΛΕ. Για χίλιους! Και νά
ένα πρώτο παράδειγμα. Αν αρνιέται ο χρεώστης
να ξοφλήσει το δάνειό του; ΠΡΑ. Κι ο δανειστής
660πού θα βρίσκει τα χρήματα, για να τοκίσει;
Όλα θα ᾽ναι βαθιά στο κοινό μας ταμείο.
Φανερό: να μπορεί να δανείζει, τα σούφρωσε.
ΧΡΕ. Γνωστικά μάς τα λες, μά τη Δήμητρα. ΒΛΕ. Πες μου,
αν κανείς μεθυσμένος απάνου στο κέφι
έναν άλλον χτυπήσει, πού θα βρει το χρήμα
να πλερώσει το πρόστιμο; Τώρα σε στρίμωξα.
ΠΡΑ. Το φαγί του θα κόψουμε... Κι όταν δεν έχει
να μασήσ᾽, η αδειανή του κοιλιά θα τον κάνει
να γνωστέψει, να μην αφαρπάζεται... ΒΛΕ. Κλέφτες
δεν θα υπάρχουνε πια; ΠΡΑ. Τί να κλέψουν;
Τα δικά τους λεφτά; ΒΛΕ. Λωποδύτες τη νύχτα
δε θα γδύνουνε πια τους διαβάτες; ΧΡΕ. Καθόλου,
αν κοιμάσαι στο σπίτι νωρίς. ΠΡΑ. Και ξενύχτης
να γυρνάς στα σοκάκια, σαν άλλοτες, ποιός
θα σε κλέψει; Όλοι θα ᾽χουν τον τρόπο τους. Όλοι.
Κι αν σου πέσει κανείς να σου πάρει το ρούχο,
670θα του λες: «Χάρισμά σου... Γιατί να μαλώνουμε;».
Και κατόπι θα πας στην κοινήν αποθήκη
για να πάρεις καινούργιο μαντύα και καλύτερον.
|