Ξανάρχεται ο Αιακός· τον ακολουθούν δούλοι.
ΑΙΑ. Δέστε τον σκυλοκλέφτη, αμέσως σβέλτα,
για να τιμωρηθεί. ΔΙΟ., (μέσα του.) Κάποιος θα μπλέξει.
ΞΑΝ. Άι στην οργή· μακριά!
Σηκώνει το ρόπαλο.
ΑΙΑ. Παλεύεις, βλέπω.
Διτύλα και Σκεβλύα κι εσύ, Παρδόκα,
ελάτε δω, ριχτείτε του.
Οι δούλοι πιάνονται με τον Ξανθία και του παίρνουν το ρόπαλο.
ΔΙΟ. Τί τρόπος!
610Να κλέβεις ξένο πράμα, κι από πάνω
να δέρνεις κιόλας. ΑΙΑ. Ανυπόφορο είναι.
ΔΙΟ. Φριχτό και φοβερό. ΞΑΝ. Σου ορκίζομαι ότι,
αν ήρθα εδώ ποτέ μου ως τώρα, αν κάτι,
που μια ν᾽ αξίζει τρίχα, σου ᾽χω κλέψει,
το θάνατό μου δέχομαι. Μια τίμια
πρόταση κάνω· πάρε αυτόν το δούλο
Δείχνει το Διόνυσο.
και με βασανιστήρια ανάκρινέ τον·
και φταίξιμο αν μου βρεις, θανάτωσέ με.
ΑΙΑ. Με τί βασανιστήρια; ΞΑΝ. Με όποια θέλεις·
σε σκάλα δέσ᾽ τον, κρέμασέ τον, γδάρ᾽ τον,
μαστίγωσέ τον με άγριο καμουτσίκι,
620ρίξ᾽ του στη μύτη ξίδι, στρέβλωσέ τον,
βάλ᾽ του πλιθάρια απάνω του, όλα τ᾽ άλλα,
μόνο όχι ξύλο με ουρά σκόρδου ή πράσο.
ΑΙΑ. Σωστά· κι αποζημίωση θα σου δώσω,
αν σου τον σακατέψω δέρνοντάς τον.
ΞΑΝ. Μπα! Ο όρος περιττός. Βασάνιζέ τον.
ΑΙΑ. Εδώ, μπροστά στα μάτια σου, ας μιλήσει.
Στο Διόνυσο.
Κάτω τον μπόγο εσύ· κι ούτ᾽ ένα ψέμα.
ΔΙΟ. Προειδοποιώ να μη με βασανίσει
κανένας· είμαι αθάνατος· η ευθύνη,
630αλλιώς, δική του. ΑΙΑ. Τί εννοείς; ΔΙΟ. Εγώ είμαι
αθάνατος, ο γιος του Δία, ο Διόνυσος,
και δούλος είν᾽ αυτός. ΑΙΑ. (στον Ξανθία.) Τ᾽ ακούς; ΞΑΝ. Τ᾽ ακούω.
Ένας ακόμα λόγος να τις φάει·
θεός αν είναι, δε θα νιώσει πόνο.
ΔΙΟ. Κι εσύ όμως λες θεός πως είσαι· τότε,
γιατί δεν τρως ξυλιές ίσες μ᾽ εμένα;
ΞΑΝ. Σωστό· (Στον Αιακό.) κι όποιον θα δεις να πρωτοκλάψει
ή, όταν τις τρώει, να δείχνει πως τον γνοιάζει,
να ξέρεις πως αυτός θεός δεν είναι.
640ΑΙΑ. Είσαι άντρας τίμιος· φανερό· βαδίζεις
σ᾽ ό,τι είναι δίκιο. Εμπρός λοιπόν, γδυθείτε.
|