ΤΣΑ. Καιρός δεν είναι για ύπνο, δεν είν᾽ ώρα
640για αναβολές νικίειες· θέλει δράση
άμεση. Ελάτε, πρώτα πρώτα μπείτε
μες στη φωλιά μου, μες στα φρύγανά της
και στα ξερόκλαδά της, όπως είναι·
και πέστε μου τα ονόματά σας. ΠΙΣ. Πράμα
εύκολο αυτό. Πισθέταιρο με λένε·
το φίλο μου, Ευελπίδη, απ᾽ τα Κριώα.
ΤΣΑ. Κι οι δυο καλωσορίσατε. ΠΙΣ. Σπολλάτη.
ΤΣΑ. Εμπρός, λοιπόν, κοπιάστε. ΠΙΣ. Πάμε· πέρνα
πρώτος, το δρόμο να μας δείξεις. ΤΣΑ. Έλα.
Κάνει να πάει προς το σύδεντρο.
ΠΙΣ. Άκου· έλα πίσω· εξήγησέ μας κάτι·
εσείς είστε πετούμενα, εμείς όχι·
650πώς το λοιπόν θα ζήσουμε μαζί σας;
ΤΣΑ. Ωραία. ΠΙΣ. Μα βλέπεις στους αισώπειους μύθους
πώς μια αλεπού πήγε παρέα να κάνει
μ᾽ έναν αϊτό και τί ξινό της βγήκε.
ΤΣΑ. Α, μη φοβάστε· υπάρχει μια ριζούλα,
που βγάζετε φτερά, μόλις τη φάτε.
ΠΙΣ. Μπρος τότε. (Στους δυο δούλους.) Εσείς, Μανόδωρε, Ξανθία,
τα στρώματα στους ώμους σας, και μέσα.
ΚΟΡ., στον Τσαλαπετεινό.
Άκου εσύ· σου μιλώ. ΤΣΑ. Τί με θέλεις; ΚΟΡ. Αυτούς
πάρ᾽ τους μέσα και βάλ᾽ τους να φάνε·
μα η γλυκόφωνη αηδόνα σου, αυτή που μαζί
με τις Μούσες κυλάει η λαλιά της,
660πες να βγει και να μείνει κοντά μας εδώ,
να γλεντήσουμε λίγο μαζί της.
ΠΙΣ. Ναι, κάμε τους, αλήθεια, αυτή τη χάρη·
φώναξε το πουλί να βγει απ᾽ τα θάμνα·
αχ, να χαρείς, πες του να βγει, να δούμε
κι εμείς οι δυο λιγάκι την αηδόνα.
ΤΣΑ. Αφού το επιθυμείτε, ας γίνει. Πρόκνη!
Γιά πρόβαλ᾽ έξω να σε δουν οι ξένοι.
Βγαίνει από το σύδεντρο μια αυλητρίδα, που παρασταίνει την αηδόνα· παίζει διπλό αυλό.
ΠΙΣ. Ω θεέ μου, θεέ μου, τί όμορφο πουλάκι!
Τί τρυφερό και τί λευκό! Βρε, ξέρεις
πώς θα μ᾽ ευχαριστούσε, αν το βουτούσα;
670ΕΥΕ. Και τί χρυσαφικά, σαν κοπελίτσα!
Ω, θα μπορούσα, λέω, να τη φιλήσω.
ΠΙΣ. Βρε φουκαρά, έχει μύτη σα δυο σούβλες.
ΕΥΕ. Της βγάζω απ᾽ το κεφάλι εγώ το τσόφλιο,
σαν απ᾽ τ᾽ αβγό, και τότε τη φιλάω.
ΤΣΑ. Πάμε. ΠΙΣ. Έμπα πρώτος, και καλή να ᾽ν᾽ η ώρα.
Φεύγουν· μένει μόνο ο Χορός και η αυλητρίδα.
|