ΔΗΜΟΣ
Ποιοί είν᾽ αυτοί που φωνάζουν; (Εμφανίζεται στην πόρτα του σπιτιού του:) Ξεκουμπιστείτε απ᾽ την πόρτα μου. Ρημάξατε το μαγιάτικο στεφάνι απ᾽ τ᾽ ανώφλι! (Στρέφεται προς τον Παφλαγόνα, που τώρα τον αναγνωρίζει:) Παφλαγόνα μου, ποιός σ᾽ αδίκησε;
ΠΑΦ. [730] Για χάρη σου μου ρίχνουν ξύλο (δείχνοντας τον Αλλαντοπώλη και τους ιππείς:) τούτος εδώ και κείνα τα τζουτζέκια.
ΔΗΜ. Και ποιός ο λόγος;
ΠΑΦ. Ποιός; Που σ᾽ αγαπάω, Δήμε μου, κι είμαι εραστής σου.
ΔΗΜ. (Στρέφεται στον Αλλαντοπώλη:). Και του λόγου σου, ποιός είσαι;
ΑΛΛ. Αντεραστής αυτουνού, που από καιρό σ᾽ ερωτεύτηκα και θέλω να σ᾽ ευεργετώ, όπως και άλλοι πολλοί υπέροχοι πολίτες. Αλλά δεν το μπορούμε εξαιτίας αυτουνού. Κι αυτό γιατί εσύ μοιάζεις με τους πιτσιρικάδες που έχουν αγαπητικούς· δεν ανοίγεις την αγκαλιά σου σε άντρες με τα όλα τους, δίνεσαι όμως σε φαναρτζήδες [740] και σε παπουτσήδες και σε δερματάδες.
ΠΑΦ. Μα αφού εγώ ευεργετώ τον Δήμο.
ΑΛΛ. Αλήθεια; με ποιές ενέργειές σου;
ΠΑΦ. Ποιές; την ώρα που οι στρατηγοί λάκισαν από την Πύλο, εγώ κατάπλευσα εκεί κι έφερα τους Λακεδαιμόνιους.
ΑΛΛ. Κι εγώ, περιδιαβάζοντας έξω απ᾽ το μαγαζί, την ώρα που κάποιος άλλος έψηνε φαγητό στο τσουκάλι, του το βούτηξα μπαμπέσικα.
ΠΑΦ. Τότε λοιπόν, κάνε το γρηγορότερο λαοσύναξη, Δήμε μου, για να δεις ποιός απ᾽ τους δυο σού είναι πιο αφοσιωμένος. Ύστερα διάλεξε σε ποιόν να δώσεις την καρδιά σου.
ΑΛΛ. Ναι, ναι, διάλεξε επιτέλους, όχι όμως στην Πνύκα.
ΔΗΜ. [750] Αποκλείεται να συνεδριάσω σ᾽ άλλο μέρος! Εμπρός, ξεκινάμε! Ανάγκη πάσα να δώσουμε το «παρών» στην Πνύκα.
ΑΛΛ. Αλίμονό μου, ο καψερός, πάει χάθηκα. Γιατί ο γέρος, όσο τετραπέρατος είναι στο σπίτι του, τόσο, έτσι και καθίσει πάνω σε τούτο δω τον βράχο, αποχαυνώνεται πέρα για πέρα, σα ν᾽ αρμαθιάζει σύκα λιασμένα.
|