Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ

Δύσκολος (522-545)


(ΣΩ.) ὅστις ἀπορεῖ κακῶν, ἐπὶ Φυλὴν ἐλθέτω
κυνηγέτης. ὢ τρισκακοδαίμων, ὡς ἔχω
ὀσφῦν, μετάφρενον, τὸν τράχηλον, ἑνὶ λόγῳ
525 ὅλον τὸ σῶμ᾽· εὐθὺς γὰρ ἐμπεσὼν πολύς,
νεανίας ἐγώ τις, ἐξαίρων ἄνω
σφόδρα τὴν δίκελλαν, ὡς ἂν ἐργάτης, βαθὺ
ἔπαιον. ἐπεκείμην φιλοπόνως, οὐ πολὺν
χρόνον. εἶτα καὶ μετεστρεφόμην τι, πηνίκα
530 ὁ γέρων πρόσεισι τὴν κόρην ἄγων ἅμα
σκοπούμενος. καὶ νὴ Δί᾽ ἐλαβόμην τότε
τῆς ὀσφύος, λάθρᾳ τὸ πρῶτον· ὡς μακρὸν
ἦν παντελῶς δὲ τοῦτο, λορδοῦν ἠρχόμην,
ἀπεξυλούμην ἀτρέμα δ᾽. οὐδεὶς ἤρχετο.
535 ὁ δ᾽ ἥλιος κατέκα᾽, ἑώρα τ᾽ ἐμβλέπων
ὁ Γοργίας ὥσπερ τὰ κηλώνειά με
μόλις ἀνακύπτοντ᾽ εἶθ᾽ ὅλῳ τῷ σώματι
πάλιν κατακύπτοντ᾽. «οὐ δοκεῖ μοι νῦν», ἔφη,
«ἥξειν ἐκεῖνος, μειράκιον.» «τί οὖν,» ἐγὼ
540 εὐθύς, «ποῶμεν;» «αὔριον τηρήσομεν
αὐτόν, τὸ δὲ νῦν ἐῶμεν;» ὅ τε Δᾶος παρῆν
ἐπὶ τὴν σκαπάνην διάδοχος. ἡ πρώτη μὲν οὖν
ἔφο]δος τοιαύτη γέγονεν. ἥκω δ᾽ ἐνθάδε,
διὰ τί μὲν οὐκ ἔχω λέγειν μὰ τοὺς θεούς,
545 ἕλκ]ει δέ μ᾽ αὐτόματον τὸ πρᾶγμ᾽ εἰς τὸν τόπον.


ΣΩΣ. Εκείνος που από βάσανα έλλειψη έχει
ας έρθει στη Φυλή να κυνηγήσει.
Σακατεμένο είν᾽ όλο το κορμί μου,
η μέση μου, ο λαιμός, η πλάτη μου, όλα.
Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά
σαν παλικάρι· σήκωσα την τσάπα
ψηλά σα δουλευτής τρισάξιος, κι όλος
κέφι βαθιά την έχωνα στο χώμα.
Όμως αυτό πολλή δε βάσταξε ώρα·
γύριζα για να βλέπω πότε θά ᾽ρθει
530ο γέρος και μαζί του κι η κοπέλα
κι έπιανα στην αρχή τη μέση μου έτσι,
ναι, μά το Δία, κρυφά, να μη με βλέπουν.
Αλλά το πράμα πήγαινε του μάκρου,
κι άρχισα να κορδώνω το κορμί μου·
ξύλιασα και κανένας δεν ερχόταν.
Έκαιγε ο ήλιος· δίπλα μου ο Γοργίας
με κοίταε να στυλώνω το κορμί μου
κι ύστερα χαμηλά να σκύβω πάλι,
σαν πηγαδιού γεράνι που ανασέρνει.
«Σήμερα, παλικάρι μου, δε μοιάζει
πως θά ᾽ρθει.» Έτσι μου λέει. Κι εγώ ρωτάω:
540«Τί λες λοιπόν να κάμουμε;» «Για τώρα
το πράμα ας μένει, κι αύριο καρτερούμε.»
Ήρθε κι ο Δάος και του ᾽δωσα την τσάπα.
Έτσι πρωτόμπα στο χορό· και τώρα
γυρίζω εδώ. Να κάμω τί; Δεν ξέρω,
μά τους θεούς· κάτι, άθελα, με σπρώχνει.
Βγαίνει από τη σπηλιά ο Γέτας και, χωρίς να δει
το Σώστρατο, μονολογεί γρινιάζοντας για το μάγερα.